3,277,121
edits
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταρράπτω]] (AM, Α και καταράπτω)<br />[[συρράπτω]], [[στερεώνω]] με ραφές («[[θύρη]] κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[παρασκευάζω]] («Πενθεῑ καταρράψας [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[καταρράπτω]] (AM, Α και καταράπτω)<br />[[συρράπτω]], [[στερεώνω]] με ραφές («[[θύρη]] κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[παρασκευάζω]] («Πενθεῑ καταρράψας [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ράβω]] πάνω σε ή από πάνω, [[θύρη]] κατερραμμένη ῥίπὶ καλάμων, συρραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ράβω]] [[σφιχτά]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[παρασκευάζω]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]], [[εφευρίσκω]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |