Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρράπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρράπτω]] (AM, Α και καταράπτω)<br />[[συρράπτω]], [[στερεώνω]] με ραφές («[[θύρη]] κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[παρασκευάζω]] («Πενθεῑ καταρράψας [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[καταρράπτω]] (AM, Α και καταράπτω)<br />[[συρράπτω]], [[στερεώνω]] με ραφές («[[θύρη]] κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηχανεύομαι]], [[παρασκευάζω]] («Πενθεῑ καταρράψας [[μόρον]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταρράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ράβω]] πάνω σε ή από πάνω, [[θύρη]] κατερραμμένη ῥίπὶ καλάμων, συρραμμένη με [[πλέγμα]] από καλάμια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ράβω]] [[σφιχτά]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[παρασκευάζω]], [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]], [[εφευρίσκω]], σε Αισχύλ.
}}
}}