καταπείθω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταπείθω]])<br />(επιτ. τ. του [[πείθω]])<br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον πλήρως<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπείθομαι</i><br />πείθομαι, [[πιστεύω]] σε κάποιον.
|mltxt=(AM [[καταπείθω]])<br />(επιτ. τ. του [[πείθω]])<br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον πλήρως<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπείθομαι</i><br />πείθομαι, [[πιστεύω]] σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπείθω:''' μέλ. -[[πείσω]], [[πείθω]] εντελώς, σε Λουκ.
}}
}}