κακόκνημος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόκνημος]], δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]].
|mltxt=[[κακόκνημος]], δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόκνημος:''' Δωρ. -κνᾱμος, -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.
}}
}}