3,274,216
edits
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόκνημος]], δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]]. | |mltxt=[[κακόκνημος]], δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκόκνημος:''' Δωρ. -κνᾱμος, -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |