κακόκνημος

English (LSJ)

Dor. κακόκναμος, ον, (κνήμη) weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.

German (Pape)

[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόκνημος: дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий (Πάν Theocr.).

Greek Monolingual

κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.

Greek Monotonic

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.

Middle Liddell

κνήμη
weak-legged, thin-legged, Theocr.