κατακλάω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακλάω]] (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατακλαίω]].
|mltxt=[[κατακλάω]] (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατακλαίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακλάω:''' [ᾱ], Αττ. αντί [[κατακλαίω]].<br /><b class="num">• [[κατακλάω]]:</b> [ᾰ], παρατ. [[κατέκλων]], αόρ. αʹ <i>-έκλᾰσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>-εκλάσθην</i>, παρακ. <i>-κέκλασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τσακίζω]], [[μικραίνω]] [[κάτι]] σπάζοντάς το, [[αποκόπτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[συντρίβω]], <i>οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε</i>, μας τσάκισε όλους, συνέτριψε την [[καρδιά]] όλων μας, σε Πλάτ. — Παθ., κατεκλάσθη φίλον [[ἦτορ]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>φρένας κατεκλάσθη</i>, σε Ευρ.
}}
}}