κατακλάω

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλάω Medium diacritics: κατακλάω Low diacritics: κατακλάω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΑΩ
Transliteration A: katakláō Transliteration B: kataklaō Transliteration C: kataklao Beta Code: katakla/w

English (LSJ)

(A) [ᾱ], Att. for κατακλαίω (lament, grieve for).

(B) [ᾰ], impf.
A κατέκλων Il.20.227, Hdt.9.62: aor. 1 κατέκλᾰσα Pl.Phd.117d:—Pass., pf. and aor. (v. infr.):—break short, snap off, ἐπ' ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il.l.c.; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13.608; τὰ δόρατα κατέκλων Hdt. l.c., cf. Pi.P.5.34; φυτευτήρια ἐλαῶν D.53.15; κατὰ δ' αὐχένα νέρθ' ἐπὶ γαίης κλάσσε bowed it down, Theoc.25.146; κατακλάω τὸν ὀφθαλμόν ogle, Phryn.PSp.79 B.; but ὄμματα κατακεκλασμένα eyes with drooping lids, Arist.Phgn. 808a8; τὸ σῶμα… κατακέκλασται = has been crushed, PMasp.77.12 (vi A.D.).
II metaph., break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, Pl.Phd.l.c.; πάθος, εἴτ' οἶκτος εἴτ' αἰδώς, κατέκλασε τὴν διάνοιαν Plu.Tim.7; (Ἔρως) κατακλάσας τὸ σοβαρόν Id.2.767f:—more freq. in Pass., ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ' ἐν ψαμάθοισι καθήμενος Od.4.538; of fear, ἡμῖν δ' αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ δεισάντων 9.256, cf. 10.198; τὸ θράσος κατεκέκλαστο Plu. Fab.11; of passion, ἐρώτων… νόσῳ φρένας… κατεκλάσθη E.Hipp.766 (lyr.); of pity, οὐδὲ κατεκλάσθης Call.Del.107; of persuasion, D.L. 7.114.
2 Pass., κατακεκλασμένος = reduced by fever, Hp.Coac.510: metaph., of character, to become enfeebled, degenerate, Aristeas 149: in pf. part. Pass., enervated, effeminate, of men, Com.Adesp.339.2; γραφαὶ κ. D.H.Comp.18:—Act., κ. ἑαυτόν, of an effeminate dancer, Luc.Symp.18, Salt.27.
III Pass., of light, to be refracted, opp. ἀνακλᾶσθαι (to be reflected), ὄψεως κατακλωμένης Placit.3.18.1; of sound, αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην broken, feeble voice, Hp. Coac.246.

German (Pape)

[Seite 1353] = κατακλαίω, att. (s. κλάω), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ θράσος κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Gegensatz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
f. κατακλάσω, ao. Pass. κατεκλάσθην;
1 briser, acc.;
2 fléchir, courber ; Pass. se briser, se réfracter;
3 fig. briser, abattre, affaiblir : κατακλᾶν ἑαυτόν LUC se faire une voix basse et profonde.
Étymologie: κατά, κλάω.
2att. c. κατακλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κλάω, niet- Att. dialecten κατακλαίω, ook med. bejammeren, bewenen.
κατα-κλάω met acc., causat. breken, stukmaken:; τὰ δόρατα κατέκλων ze braken de speren Hdt. 9.62.2; κατέκλασεν τοὺς ἄρτους hij brak de broden NT Marc. 6.41; buigen:; κατὰ δ’ αὐχένα νέρθ’ ἐπὶ γαίης κλάσσε hij boog de nek neerwaarts tot op de grond Theocr. 25.146; ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶν zich voorwaarts en achterwaarts buigend Luc. 45.27; overdr. iemands hart breken, emotioneren:. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων er was niemand van de aanwezigen die hij niet deed breken Plat. Phaed. 117d. pass. intrans. breken, stukgaan:; κατεκλάσθη... ἔγχος de speer brak Il. 13.608; overdr. breken, geëmotioneerd raken:; ἡμῖν... κατεκλάσθη φίλον ἦτορ ons hart brak Od. 9.256; Ἀφροδίτης νόσῳ κατεκλάσθη zij is door de ziekte van Aphrodite gebroken Eur. Hipp. 766; Μινουκίου τὸ θράσος κατεκέκλαστο de moed was Minucius in de schoenen gezonken Plut. Fab. 11.6; verzwakken:. κατακεκλασμένος = door koorts verzwakt Hp.

Russian (Dvoretsky)

κατακλάω:
I (λᾰ) (fut. κατακλάσω, aor. pass. κατεκλάσθην)
1 ломать (ἀνθερίκων καρπόν Hom.; τὰ δόρατα Her.; τὰς ῥάβδους Plut.; τοὺς ἄρτους NT);
2 преломлять, отклонять (ἡ ὄψις κατακλωμένη Plut.): ὄμματα κατακεκλασμένα Arst. раскосые глаза;
3 гнуть, нагибать (αὐχένα ἐπὶ γαίης Theocr. - in tmesi);
4 перен. ломать, подавлять (τὸ θράσος, τὸ σοβαρόν Plut.);
5 потрясать, надрывать, расстраивать, волновать (φίλον ἦτόρ τινι Hom.; τοὺς παρόντας Plat.; τὴν διάνοιάν τινι Plut.);
6 надламывать, расслаблять (sc. τινα τῷ πώματι Eur.; τῇ μέθῃ κατακεκλασμένος Plut.);
7 (о голосе) понижать: κατακλᾶν ἑαυτόν Luc. заговорить низким голосом.
II (λᾱ) атт. = κατακλαίω.

English (Autenrieth)

ipf. κατέκλων: break down, break off; pass., fig., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, my heart broke, ‘gave way,’ Od. 4.481.

English (Slater)

κατακλάω shatter κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34)

Spanish

romper, quebrar

English (Strong)

from κατά and κλάω; to break down, i.e. divide: break.

English (Thayer)

κατάκλω: 1st aorist κατέκλασα; from Homer down; to break in pieces (cf. German zerbrechen (see κατά, III:4)): τούς ἄρτους, Luke 9:16.

Greek Monolingual

κατακλάω (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατακλαίω.

Greek Monotonic

κατακλάω: [ᾱ], Αττ. αντί κατακλαίω.
κατακλάω: [ᾰ], παρατ. κατέκλων, αόρ. αʹ -έκλᾰσα — Παθ., αόρ. αʹ -εκλάσθην, παρακ. -κέκλασμαι·
I. τσακίζω, μικραίνω κάτι σπάζοντάς το, αποκόπτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II. μεταφ., συντρίβω, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε, μας τσάκισε όλους, συνέτριψε την καρδιά όλων μας, σε Πλάτ. — Παθ., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, σε Ομήρ. Οδ.· φρένας κατεκλάσθη, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλάω: ᾱ, Ἀττ. ἀντὶ κατακλαίω.

Middle Liddell

imperf. κατέκλων aor1 -έκλᾰσα Pass., aor1 -εκλάσθην perf. -κέκλασμαι
I. to break down, break short, snap off, Il., Hdt.
II. metaph. to break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, broke all our hearts, Plat.: Pass., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od.; φρένας κατεκλάσθη Eur.

Chinese

原文音譯:katakl£w 卡他-克拉哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-破碎
字義溯源:擘開,擘成碎片,擘成小塊,折斷;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλάω)*=破碎)組成。參讀 (θραύω / θραυματίζω) (καταγινώσκω)同義字
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 擘開(2) 可6:41; 路9:16

Léxico de magia

romper, quebrar ref. a Dios ἐπικαλοῦμαί σε, θεὸν τῶν οὐρανῶν, ... ὁ ἐλθὼν τῷ κόσμῳ καὶ κατακλάσας τὸν ὄνυχα τοῦ Χάροντος te invoco a ti, Dios de los cielos, el que vino al mundo y quebró la garra de Caronte C 13 2 ἐλθέ, ... ὁ κατακλάσας τοὺς μοχλοὺς σιδηροῦς ven, tú que rompiste los pestillos de hierro C 13 10