κατοκώχιμος: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατοκώχιμος]], -η, -ον (ΑΜ) [[κατοκωχή]]<br />αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο [[αίσθημα]] ή [[πάθος]], [[ευάλωτος]] («[[κατοκώχιμος]] ἐκ τῆς ἀρετῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κρατούμενος ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> [[μανιώδης]], [[έξαλλος]] («κατοκώχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κατοκώχιμος]], -η, -ον (ΑΜ) [[κατοκωχή]]<br />αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο [[αίσθημα]] ή [[πάθος]], [[ευάλωτος]] («[[κατοκώχιμος]] ἐκ τῆς ἀρετῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κρατούμενος ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> [[μανιώδης]], [[έξαλλος]] («κατοκώχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατοκώχιμος:''' -η, -ον, [[ικανός]] να καταληφθεί, σε Αριστ.
}}
}}