Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατοκώχιμος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοκώχιμος Medium diacritics: κατοκώχιμος Low diacritics: κατοκώχιμος Capitals: ΚΑΤΟΚΩΧΙΜΟΣ
Transliteration A: katokṓchimos Transliteration B: katokōchimos Transliteration C: katokochimos Beta Code: katokw/ximos

English (LSJ)

η, ον,
A held in possession, held as a pledge, (χωρίον) Is.2.28 (vulg. κατόχιμον); τὸ κ. Hsch.
2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).

French (Bailly abrégé)

att. c. κατακώχιμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοκώχιμος -ον [κατοκωχή] in de ban van, ontvankelijk voor, met ὑπό of ἐκ + gen..;: ὑπὸ ταῦτης τῆς κινήσεως κατοκώχιμοι ontvankelijk voor deze laatste gemoedsbeweging Aristot. Pol. 1342a8; κ. ἐκ τῆς ἀρετῆς in de ban van de deugd Aristot EN 1179b9; bezeten van, met πρός + acc.: πρὸς τὴν τῶν γυναικῶν (ὁμιλίαν) φαίνονται κατοκώχιμοι zij blijken bezeten te zijn van seks met vrouwen Aristot. Pol. 1269b30.

Russian (Dvoretsky)

κατοκώχιμος:
1 движимый, подвластный (τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.);
2 влекомый, тяготеющий (πρὸς την τῶν γυναικῶν ὁμιλίαν Arst.);
3 Luc. v.l. = κατόχιμος 2.

Greek (Liddell-Scott)

κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.

Greek Monolingual

κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) κατοκωχή
αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτοςκατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κρατούμενος ως εγγύηση
2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κατοκώχιμος: -η, -ον, ικανός να καταληφθεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

κατοκώχιμος, η, ον [from κατοκωχή
capable of being possessed, Arist.