κατοκώχιμος
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
η, ον,
A held in possession, held as a pledge, (χωρίον) Is.2.28 (vulg. κατόχιμον); τὸ κ. Hsch.
2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).
French (Bailly abrégé)
att. c. κατακώχιμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοκώχιμος -ον [κατοκωχή] in de ban van, ontvankelijk voor, met ὑπό of ἐκ + gen..;: ὑπὸ ταῦτης τῆς κινήσεως κατοκώχιμοι ontvankelijk voor deze laatste gemoedsbeweging Aristot. Pol. 1342a8; κ. ἐκ τῆς ἀρετῆς in de ban van de deugd Aristot EN 1179b9; bezeten van, met πρός + acc.: πρὸς τὴν τῶν γυναικῶν (ὁμιλίαν) φαίνονται κατοκώχιμοι zij blijken bezeten te zijn van seks met vrouwen Aristot. Pol. 1269b30.
Russian (Dvoretsky)
κατοκώχιμος:
1 движимый, подвластный (τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.);
2 влекомый, тяготеющий (πρὸς την τῶν γυναικῶν ὁμιλίαν Arst.);
3 Luc. v.l. = κατόχιμος 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.
Greek Monolingual
κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) κατοκωχή
αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κρατούμενος ως εγγύηση
2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κατοκώχιμος: -η, -ον, ικανός να καταληφθεί, σε Αριστ.
Middle Liddell
κατοκώχιμος, η, ον [from κατοκωχή
capable of being possessed, Arist.