κατοπτρίζω: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατοπτρίζω]]) [[κάτοπτρον]]<br /><b>1.</b> [[εμφανίζω]] την [[εικόνα]] ενός αντικειμένου σαν σε [[κάτοπτρο]], [[απεικονίζω]] πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>κατοπτρίζομαι</i><br />[[κοιτάζω]] τον εαυτό μου στο [[κάτοπτρο]], καθρεφτίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στιλπνή [[επιφάνεια]]) [[σχηματίζω]] το [[είδωλο]] κάποιου με [[ανάκλαση]] τών ακτίνων που πέφτουν [[πάνω]] μου, [[καθρεφτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βλέπω]] [[κάτι]] σαν σε [[κάτοπτρο]] («τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα», ΚΔ).
|mltxt=(ΑΜ [[κατοπτρίζω]]) [[κάτοπτρον]]<br /><b>1.</b> [[εμφανίζω]] την [[εικόνα]] ενός αντικειμένου σαν σε [[κάτοπτρο]], [[απεικονίζω]] πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>κατοπτρίζομαι</i><br />[[κοιτάζω]] τον εαυτό μου στο [[κάτοπτρο]], καθρεφτίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στιλπνή [[επιφάνεια]]) [[σχηματίζω]] το [[είδωλο]] κάποιου με [[ανάκλαση]] τών ακτίνων που πέφτουν [[πάνω]] μου, [[καθρεφτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βλέπω]] [[κάτι]] σαν σε [[κάτοπτρο]] («τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατοπτρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]], [[αντανακλώ]] όπως σε καθρέφτη — Μέσ., κατοπτριζόμενοι τὴν [[δόξαν]], κοιτάζοντάς την σε καθρέφτη ή καλύτερα αντανακλώνοντας την οι ίδιοι σαν [[καθρέφτης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}