3,274,789
edits
(20) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κλέος]])<br />καλή [[φήμη]], [[δόξα]], [[αίγλη]] («[[κλέος]] οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φήμη]], [[λόγος]], [[είδηση]] («τὶ δὴ [[κλέος]] ἔστ' ἀνὰ [[ἄστυ]];», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> κακή [[φήμη]], [[προσβολή]], [[ντροπή]] («θανὼν ὡς παισὶ [[κλέος]] μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κλέα</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα («ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kleu</i>- με αρχική σημ. «[[ακούω]]», που διατηρείται στην Ελληνική στο ρ. [[κλύω]]. Η [[σημασία]] του [[κλέος]] «[[φήμη]], [[δόξα]]» αποτελεί [[εξέλιξη]] της αρχικής σημ. της ρίζας («αυτό για το οποίο ακούει [[κανείς]] [[πολλά]]», <b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[ξακουστός]]). Παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] εμφανίζουν και συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως το αρχ. ινδ. <i>śravas</i>- «[[δόξα]]» και το αρχ. ιρλδ. <i>clu</i> «[[δόξα]]». Το [[κλέος]] συνδέεται [[επίσης]] με το αβεστ. <i>sravah</i>- «[[λέξη]]» και το αρχ. σλαβ. <i>slovo</i> «[[λέξη]], [[ομιλία]]», που ακολούθησαν διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]], παρεμφερή με εκείνην τών [[κλείω]] (II), [[κλῄζω]] (Ι)<br />Η λ. [[κλέος]] αποτελεί α' συνθετικό πολλών κύριων ονομάτων, όπως τών <i>Κλεισθένης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλεFι</i>- ή <span style="color: red;"><</span> <i>κλε</i>-<i>Fε</i>(<i>σ</i>)<i>ι</i>-), <i>Κλεάνθης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλεFε</i>- ή <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-), ενώ με θεματικό [[φωνήεν]] απαντά στα <i>Κλεο</i>-<i>μένης</i>, <i>Κλεο</i>-[[πάτρα]] κ.λπ. Ως β' συνθετικό κύριων ονομάτων απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κλέFης</i> > -[[κλής]] (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ. <i>Τιμο</i>-<i>κλέFης</i>, <i>Περικλής</i> <b>κ.λπ.</b>). Ήδη στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τέτοια ονόματα, [[καθώς]] και το μετονοματικό παρ. επίθ. <i>etewo</i>-<i>kereweio</i> (<i>ἐτεόκλειος</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἘτεFο</i>-<i>κλέFης</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] [[επίσης]] η [[πλήρης]] [[αντιστοιχία]] του <i>Εὐκλῆς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Εὐ</i>-<i>κλέFης</i>) με το αρχ. ινδ. <i>vasu</i>-<i>śravas</i> «αυτός που διαθέτει καλή [[φήμη]]» και το πιθ. ιλλυρ. κύριο όν. <i>Ves</i>-<i>cleves</i>. Ως β' συνθετικό επιθέτων, [[τέλος]], το [[κλέος]] απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κλεής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>, <i>περι</i>-<i>κλεής</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κλ</i>(<i>ε</i>)<i>ηδών</i>, [[κλέω]] / [[κλείω]] (ΙΙ), [[κλύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλεΐζω]] / [[κλῄζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> -κλεής: [[ακλεής]], [[ευκλεής]], [[περικλεής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>aγακλεής</i>, [[βαθυκλεής]], [[δυσκλεής]], [[επικλεής]], [[ισοκλεής]], [[κακοκλεής]], [[μεγακλεής]], [[μεγαλοκλεής]], [[πολυκλεής]], [[φερεκλεής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρισευκλεής]]. | |mltxt=το (AM [[κλέος]])<br />καλή [[φήμη]], [[δόξα]], [[αίγλη]] («[[κλέος]] οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φήμη]], [[λόγος]], [[είδηση]] («τὶ δὴ [[κλέος]] ἔστ' ἀνὰ [[ἄστυ]];», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> κακή [[φήμη]], [[προσβολή]], [[ντροπή]] («θανὼν ὡς παισὶ [[κλέος]] μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κλέα</i><br />ένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα («ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kleu</i>- με αρχική σημ. «[[ακούω]]», που διατηρείται στην Ελληνική στο ρ. [[κλύω]]. Η [[σημασία]] του [[κλέος]] «[[φήμη]], [[δόξα]]» αποτελεί [[εξέλιξη]] της αρχικής σημ. της ρίζας («αυτό για το οποίο ακούει [[κανείς]] [[πολλά]]», <b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[ξακουστός]]). Παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] εμφανίζουν και συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως το αρχ. ινδ. <i>śravas</i>- «[[δόξα]]» και το αρχ. ιρλδ. <i>clu</i> «[[δόξα]]». Το [[κλέος]] συνδέεται [[επίσης]] με το αβεστ. <i>sravah</i>- «[[λέξη]]» και το αρχ. σλαβ. <i>slovo</i> «[[λέξη]], [[ομιλία]]», που ακολούθησαν διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]], παρεμφερή με εκείνην τών [[κλείω]] (II), [[κλῄζω]] (Ι)<br />Η λ. [[κλέος]] αποτελεί α' συνθετικό πολλών κύριων ονομάτων, όπως τών <i>Κλεισθένης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλεFι</i>- ή <span style="color: red;"><</span> <i>κλε</i>-<i>Fε</i>(<i>σ</i>)<i>ι</i>-), <i>Κλεάνθης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλεFε</i>- ή <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-), ενώ με θεματικό [[φωνήεν]] απαντά στα <i>Κλεο</i>-<i>μένης</i>, <i>Κλεο</i>-[[πάτρα]] κ.λπ. Ως β' συνθετικό κύριων ονομάτων απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κλέFης</i> > -[[κλής]] (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ. <i>Τιμο</i>-<i>κλέFης</i>, <i>Περικλής</i> <b>κ.λπ.</b>). Ήδη στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τέτοια ονόματα, [[καθώς]] και το μετονοματικό παρ. επίθ. <i>etewo</i>-<i>kereweio</i> (<i>ἐτεόκλειος</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἘτεFο</i>-<i>κλέFης</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] [[επίσης]] η [[πλήρης]] [[αντιστοιχία]] του <i>Εὐκλῆς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Εὐ</i>-<i>κλέFης</i>) με το αρχ. ινδ. <i>vasu</i>-<i>śravas</i> «αυτός που διαθέτει καλή [[φήμη]]» και το πιθ. ιλλυρ. κύριο όν. <i>Ves</i>-<i>cleves</i>. Ως β' συνθετικό επιθέτων, [[τέλος]], το [[κλέος]] απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κλεής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>, <i>περι</i>-<i>κλεής</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλεινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>κλ</i>(<i>ε</i>)<i>ηδών</i>, [[κλέω]] / [[κλείω]] (ΙΙ), [[κλύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλεΐζω]] / [[κλῄζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> -κλεής: [[ακλεής]], [[ευκλεής]], [[περικλεής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>aγακλεής</i>, [[βαθυκλεής]], [[δυσκλεής]], [[επικλεής]], [[ισοκλεής]], [[κακοκλεής]], [[μεγακλεής]], [[μεγαλοκλεής]], [[πολυκλεής]], [[φερεκλεής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρισευκλεής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλέος:''' τό, μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού και πληθ.· Επικ. πληθ. <i>κλέᾰ</i>, [[κλεῖα]]· ([[κλέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]], [[αναφορά]], [[είδηση]], Λατ. [[fama]], σε Όμηρ.· σὸν [[κλέος]], ειδήσεις για εσένα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., <i>κλέοςἈχαιῶν</i>, η [[είδηση]] του ερχομού τους, σε Ομήρ. Ιλ.· απλή [[αναφορά]], [[φήμη]], αντίθ. προς τη [[βεβαιότητα]], [[κλέος]] [[οἶον]] ἀκούομεν, [[οὐδέ]] τι [[ἴδμεν]], ακούμε μόνο μια [[φήμη]] [[αλλά]] δεν γνωρίζουμε [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[καλή]] [[είδηση]], [[καλή]] [[φήμη]], [[δόξα]], σε Όμηρ.· [[κλέος]] οὐρανὸν ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· κλ. [[ἑλέσθαι]], <i>εὑρέσθαι</i>, σε Πίνδ.· [[λαβεῖν]], σε Σοφ.· <i>κλ. καταθέσθαι</i>, καταθέτει [[απόθεμα]] [[δόξας]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., ἄειδε [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] (συντομ. από το <i>κλέεα</i>), έψαλε τους επαίνους των κατορθωμάτων τους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], δύσφημον [[κλέος]], άσχημη [[φήμη]], σε Πίνδ.· <i>αἰσχρὸν κλ</i>., σε Ευρ.· [[συνδυασμός]] των [[δύο]] σημασιών, στον Θουκ.· ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς [[πέρι]] ἢ ψόγου [[κλέος]] ᾖ, λέγεται για κάποιον για τον οποίο δεν γίνεται [[πολύ]] [[κουβέντα]] [[είτε]] θετικά [[είτε]] αρνητικά. | |||
}} | }} |