3,274,873
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλέος:''' τό, μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού και πληθ.· Επικ. πληθ. <i>κλέᾰ</i>, [[κλεῖα]]· ([[κλέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]], [[αναφορά]], [[είδηση]], Λατ. [[fama]], σε Όμηρ.· σὸν [[κλέος]], ειδήσεις για εσένα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., <i>κλέοςἈχαιῶν</i>, η [[είδηση]] του ερχομού τους, σε Ομήρ. Ιλ.· απλή [[αναφορά]], [[φήμη]], αντίθ. προς τη [[βεβαιότητα]], [[κλέος]] [[οἶον]] ἀκούομεν, [[οὐδέ]] τι [[ἴδμεν]], ακούμε μόνο μια [[φήμη]] [[αλλά]] δεν γνωρίζουμε [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[καλή]] [[είδηση]], [[καλή]] [[φήμη]], [[δόξα]], σε Όμηρ.· [[κλέος]] οὐρανὸν ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· κλ. [[ἑλέσθαι]], <i>εὑρέσθαι</i>, σε Πίνδ.· [[λαβεῖν]], σε Σοφ.· <i>κλ. καταθέσθαι</i>, καταθέτει [[απόθεμα]] [[δόξας]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., ἄειδε [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] (συντομ. από το <i>κλέεα</i>), έψαλε τους επαίνους των κατορθωμάτων τους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], δύσφημον [[κλέος]], άσχημη [[φήμη]], σε Πίνδ.· <i>αἰσχρὸν κλ</i>., σε Ευρ.· [[συνδυασμός]] των [[δύο]] σημασιών, στον Θουκ.· ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς [[πέρι]] ἢ ψόγου [[κλέος]] ᾖ, λέγεται για κάποιον για τον οποίο δεν γίνεται [[πολύ]] [[κουβέντα]] [[είτε]] θετικά [[είτε]] αρνητικά. | |lsmtext='''κλέος:''' τό, μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού και πληθ.· Επικ. πληθ. <i>κλέᾰ</i>, [[κλεῖα]]· ([[κλέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]], [[αναφορά]], [[είδηση]], Λατ. [[fama]], σε Όμηρ.· σὸν [[κλέος]], ειδήσεις για εσένα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., <i>κλέοςἈχαιῶν</i>, η [[είδηση]] του ερχομού τους, σε Ομήρ. Ιλ.· απλή [[αναφορά]], [[φήμη]], αντίθ. προς τη [[βεβαιότητα]], [[κλέος]] [[οἶον]] ἀκούομεν, [[οὐδέ]] τι [[ἴδμεν]], ακούμε μόνο μια [[φήμη]] [[αλλά]] δεν γνωρίζουμε [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[καλή]] [[είδηση]], [[καλή]] [[φήμη]], [[δόξα]], σε Όμηρ.· [[κλέος]] οὐρανὸν ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· κλ. [[ἑλέσθαι]], <i>εὑρέσθαι</i>, σε Πίνδ.· [[λαβεῖν]], σε Σοφ.· <i>κλ. καταθέσθαι</i>, καταθέτει [[απόθεμα]] [[δόξας]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., ἄειδε [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]] (συντομ. από το <i>κλέεα</i>), έψαλε τους επαίνους των κατορθωμάτων τους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], δύσφημον [[κλέος]], άσχημη [[φήμη]], σε Πίνδ.· <i>αἰσχρὸν κλ</i>., σε Ευρ.· [[συνδυασμός]] των [[δύο]] σημασιών, στον Θουκ.· ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς [[πέρι]] ἢ ψόγου [[κλέος]] ᾖ, λέγεται για κάποιον για τον οποίο δεν γίνεται [[πολύ]] [[κουβέντα]] [[είτε]] θετικά [[είτε]] αρνητικά. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλέος -ους, τό, ep. plur. κλεῖα nieuws, gerucht:. ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν wij horen alleen een gerucht, maar weten het niet zeker Il. 2.486; πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος om nieuws over jou te vernemen Od. 13.415. roem, vermaardheid (vooral door gezangen, verhalen):; κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε de roem bereikte de wijdse hemel Od. 8.74; κλεός αἰχμᾶς roem vanwege hun strijdlust Pind. P. 1.66; κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν de hoogste roem behalen Soph. Ph. 1347; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς beroemd zijn vanwege de vloot Thuc. 1.25.4; soms ongunstig:; αἰσχρὸν κ. vreselijke reputatie Eur. Hel. 135; plur. roemrijke daden:. κλέα ἀνδρῶν roemrijke daden der mannen Il. 9.189. | |||
}} | }} |