κίνυμαι: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κίννυμαι (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κίνυμαι]].———————— [[κίνυμαι]] και κίννυμαι (Α)<br />κινούμαι, [[πορεύομαι]] («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κινῶ</i>].
|mltxt=κίννυμαι (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κίνυμαι]].———————— [[κίνυμαι]] και κίννυμαι (Α)<br />κινούμαι, [[πορεύομαι]] («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κινῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίνῠμαι:''' [ῑ], αποθ., <i>κινέομαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, [[πορεύομαι]], <i>ἐς πόλεμον κίνυντο</i> (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κινυμένοιο</i>, [[καθώς]] κινούνταν, στο ίδ.
}}
}}