Anonymous

κίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίνῠμαι:''' [ῑ], αποθ., <i>κινέομαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, [[πορεύομαι]], <i>ἐς πόλεμον κίνυντο</i> (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κινυμένοιο</i>, [[καθώς]] κινούνταν, στο ίδ.
|lsmtext='''κίνῠμαι:''' [ῑ], αποθ., <i>κινέομαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, [[πορεύομαι]], <i>ἐς πόλεμον κίνυντο</i> (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κινυμένοιο</i>, [[καθώς]] κινούνταν, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κίνῠμαι:''' (κῑ) (только praes. и impf. ἐκινύμην)<br /><b class="num">1)</b> трогаться, двигаться, отправляться (κίνυντο φάλαγγες Hom.): ὀρχηστρὶς κινυμένη Anth. танцующая плясунья;<br /><b class="num">2)</b> приводить в движение, двигать, шевелить: [[ἔλαιον]] κινύμενον Hom. встряхиваемое масло.
}}
}}