κραταιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_20) |
(5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰταιόομαι''': Παθ., μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ. | |lstext='''κρᾰταιόομαι''': Παθ., μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρᾰταιόομαι:''' Παθ., <i>κρατύνομαι</i>, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταιόομαι: Παθ., μεταγεν. τύπος τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.
Greek Monotonic
κρᾰταιόομαι: Παθ., κρατύνομαι, σε Καινή Διαθήκη