κραταιόομαι

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Russian (Dvoretsky)

κραταιόομαι: быть или становиться сильным, крепнуть (πνεύματι NT).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιόομαι: Παθ., μεταγεν. τύπος τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.

Greek Monotonic

κρᾰταιόομαι: Παθ., κρατύνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]