3,274,216
edits
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοτέω]] (Α) [[κότος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] οργισμένος με κάποιον, [[τρέφω]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]], οργίζομαι (α. «τῆσδ' ἀπάτης κοτέων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εἰ μή τις [[θεός]] ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθονώ]], [[τρέφω]] [[αντιζηλία]] («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι [[τέκτων]]», <b>Ησίοδ.</b>). | |mltxt=[[κοτέω]] (Α) [[κότος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] οργισμένος με κάποιον, [[τρέφω]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]], οργίζομαι (α. «τῆσδ' ἀπάτης κοτέων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εἰ μή τις [[θεός]] ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθονώ]], [[τρέφω]] [[αντιζηλία]] («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι [[τέκτων]]», <b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοτέω:''' μτχ. παρακ. [[κεκοτηώς]] — Μέσ., <i>κοτέομαι</i>, Επικ. μέλ. <i>κοτέσσομαι</i>, γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>κοτέσσατο</i>· ([[κότος]])· [[κρατώ]] [[κακία]] σε κάποιον, με γεν. <i>ἀπάτης κοτέων</i>, οργισμένος με το [[τέχνασμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι θυμωμένος, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |