μεσόδμη: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεσόδμη]] και δωρ. τ. [[μεσόδμα]] και αττ. τ. [[μεσόμνη]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[δοκός]] η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη [[στέγη]], το [[μεσοδόκι]]<br /><b>2.</b> [[δοκός]] που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] το [[πλοίο]], [[πάνω]] από το [[εσωτρόπιο]], η [[μπικεριά]] («ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀεὶραντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σανίδωμα]] το οποίο ήταν κατασκευασμένο [[μεταξύ]] του πατώματος της στοάς και της οροφής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μεσόδμαι</i><br />οι εγκάρσιες δοκοί της στέγης που στηρίζονταν σε κίονες οι οποίοι χώριζαν τον χώρο της αίθουσας [[κάτω]] από τη [[στέγη]] («τοῑχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δμ</i>-<i>η</i> (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>δεμ</i>- του ρήματος [[δέμω]]). Ο τ. [[μεσόμνη]] από [[τροπή]] του -<i>δμ</i>- σε -<i>μν</i>-].
|mltxt=η (Α [[μεσόδμη]] και δωρ. τ. [[μεσόδμα]] και αττ. τ. [[μεσόμνη]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[δοκός]] η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη [[στέγη]], το [[μεσοδόκι]]<br /><b>2.</b> [[δοκός]] που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την [[άλλη]] [[πλευρά]] το [[πλοίο]], [[πάνω]] από το [[εσωτρόπιο]], η [[μπικεριά]] («ἱστόν... κοίλης [[ἔντοσθε]] μεσόδμης στῆσαν ἀεὶραντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σανίδωμα]] το οποίο ήταν κατασκευασμένο [[μεταξύ]] του πατώματος της στοάς και της οροφής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μεσόδμαι</i><br />οι εγκάρσιες δοκοί της στέγης που στηρίζονταν σε κίονες οι οποίοι χώριζαν τον χώρο της αίθουσας [[κάτω]] από τη [[στέγη]] («τοῑχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δμ</i>-<i>η</i> (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>δεμ</i>- του ρήματος [[δέμω]]). Ο τ. [[μεσόμνη]] από [[τροπή]] του -<i>δμ</i>- σε -<i>μν</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσόδμη:''' ἡ ([[δέμω]] αντί <i>μεσο-δόμη</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που είναι χτισμένο [[ανάμεσα]], στον πληθ., πιθ. ένα από τα κύρια στηρίγματα ή τμήματα [[μεταξύ]] των στύλων που υποστηρίζουν την [[οροφή]] ενός κτιρίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] στο [[μέσο]] ενός καραβιού, όπου τοποθετείται [[κάθετα]] το [[κατάρτι]], στο ίδ.
}}
}}