Anonymous

μεσόδμη: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόδμη:''' ἡ ([[δέμω]] αντί <i>μεσο-δόμη</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που είναι χτισμένο [[ανάμεσα]], στον πληθ., πιθ. ένα από τα κύρια στηρίγματα ή τμήματα [[μεταξύ]] των στύλων που υποστηρίζουν την [[οροφή]] ενός κτιρίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] στο [[μέσο]] ενός καραβιού, όπου τοποθετείται [[κάθετα]] το [[κατάρτι]], στο ίδ.
|lsmtext='''μεσόδμη:''' ἡ ([[δέμω]] αντί <i>μεσο-δόμη</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που είναι χτισμένο [[ανάμεσα]], στον πληθ., πιθ. ένα από τα κύρια στηρίγματα ή τμήματα [[μεταξύ]] των στύλων που υποστηρίζουν την [[οροφή]] ενός κτιρίου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] στο [[μέσο]] ενός καραβιού, όπου τοποθετείται [[κάθετα]] το [[κατάρτι]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόδμη:''' ἡ<b class="num">1)</b> поперечная балка (кровля опиралась на систему балок поперечных - μεσόδμαι - и продольных - δοκοί) Hom.;<br /><b class="num">2)</b> корабельная балка (с гнездом для мачты) Hom.
}}
}}