νωτοφόρος: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωτοφόρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σηκώνει [[βάρος]] στη [[ράχη]] του («[[νωτοφόρος]] [[ημίονος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νωτοφόρος]]<br />ο [[αχθοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νωτοφόρον</i><br />ζώο που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φορτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=[[νωτοφόρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σηκώνει [[βάρος]] στη [[ράχη]] του («[[νωτοφόρος]] [[ημίονος]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νωτοφόρος]]<br />ο [[αχθοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νωτοφόρον</i><br />ζώο που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φορτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
}}
}}