3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν. | |lsmtext='''νωτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει στην [[πλάτη]] του, [[αχθοφόρος]], ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νωτοφόρος:''' несущий на спине, вьючный Xen. | |||
}} | }} |