3,273,006
edits
(29) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁπλίζω]])<br />(ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για στρατιώτες) [[εφοδιάζω]] κάποιον με όπλα, [[αρματώνω]] (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «[[κατά]] περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενισχύω]], [[τονώνω]], [[δυναμώνω]] («η [[παιδεία]] οπλίζει τον άνθρωπο για τη ζωή»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>οπλίζομαι</i><br />εφοδιάζομαι με [[κάτι]] ως ηθικό όπλο («ὁπλίζεσθαι [[θράσος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) <b>στρ.</b> [[τοποθετώ]], με κατάλληλο χειρισμό του κινητού ουραίου, [[φυσίγγιο]] στη [[θαλάμη]] επαναληπτικού τυφεκίου ή [[τραβώ]] τον μοχλό του κλείστρου αυτόματου όπλου ώστε να ακολουθήσει, με την [[πίεση]] της σκανδάλης, η [[εκπυρσοκρότηση]]<br />β) <b>(φωτογρ.)</b> [[τραβώ]] τον μοχλό της φωτογραφικής μηχανής ώστε να γυρίσει το [[φιλμ]] στο επόμενο [[κάδρο]] και να [[είναι]] [[έτοιμος]] ο [[φωτοφράκτης]] ώστε, με την [[πίεση]] του «κουμπιού», να ανοιγοκλείσει και να αποτυπωθεί η νέα [[φωτογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> (συν. σχετικά με εδέσματα και ποτά) [[παρασκευάζω]]<br /><b>3.</b> α) (σχετικά με στρατιώτες) [[γυμνάζω]]<br />β) (σχετικά με πολίτες) [[ασκώ]] στα όπλα («ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν [[ὄντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[άμαξα]]) [[ζεύω]]<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) α) ετοιμάζομαι να χρησιμοποιήσω [[κάτι]]<br />β) (για [[πλοίο]]) εξοπλίζομαι, αρματώνομαι<br />γ) [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) εφοδιάζομαι με τα αναγκαία και ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]]<br />ε) [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁπλίζομαι διὰ χειρῶν τινι» — [[εφοδιάζω]] τα χέρια μου με [[κάτι]]<br />β) «ὁπλίζομαι [[χέρα]]» [ή «χέρας»]<br />[[εφοδιάζω]] το [[χέρι]] μου με όπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]. Για το [[ζεύγος]] [[ὁπλέω]] / [[ὁπλίζω]], <b>πρβλ.</b> [[κομέω]] / [[κομίζω]]. | |mltxt=(ΑΜ [[ὁπλίζω]])<br />(ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για στρατιώτες) [[εφοδιάζω]] κάποιον με όπλα, [[αρματώνω]] (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «[[κατά]] περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενισχύω]], [[τονώνω]], [[δυναμώνω]] («η [[παιδεία]] οπλίζει τον άνθρωπο για τη ζωή»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>οπλίζομαι</i><br />εφοδιάζομαι με [[κάτι]] ως ηθικό όπλο («ὁπλίζεσθαι [[θράσος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) <b>στρ.</b> [[τοποθετώ]], με κατάλληλο χειρισμό του κινητού ουραίου, [[φυσίγγιο]] στη [[θαλάμη]] επαναληπτικού τυφεκίου ή [[τραβώ]] τον μοχλό του κλείστρου αυτόματου όπλου ώστε να ακολουθήσει, με την [[πίεση]] της σκανδάλης, η [[εκπυρσοκρότηση]]<br />β) <b>(φωτογρ.)</b> [[τραβώ]] τον μοχλό της φωτογραφικής μηχανής ώστε να γυρίσει το [[φιλμ]] στο επόμενο [[κάδρο]] και να [[είναι]] [[έτοιμος]] ο [[φωτοφράκτης]] ώστε, με την [[πίεση]] του «κουμπιού», να ανοιγοκλείσει και να αποτυπωθεί η νέα [[φωτογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> (συν. σχετικά με εδέσματα και ποτά) [[παρασκευάζω]]<br /><b>3.</b> α) (σχετικά με στρατιώτες) [[γυμνάζω]]<br />β) (σχετικά με πολίτες) [[ασκώ]] στα όπλα («ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν [[ὄντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[άμαξα]]) [[ζεύω]]<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) α) ετοιμάζομαι να χρησιμοποιήσω [[κάτι]]<br />β) (για [[πλοίο]]) εξοπλίζομαι, αρματώνομαι<br />γ) [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) εφοδιάζομαι με τα αναγκαία και ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]]<br />ε) [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁπλίζομαι διὰ χειρῶν τινι» — [[εφοδιάζω]] τα χέρια μου με [[κάτι]]<br />β) «ὁπλίζομαι [[χέρα]]» [ή «χέρας»]<br />[[εφοδιάζω]] το [[χέρι]] μου με όπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]. Για το [[ζεύγος]] [[ὁπλέω]] / [[ὁπλίζω]], <b>πρβλ.</b> [[κομέω]] / [[κομίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁπλίζω:''' ([[ὅπλον]]), μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ [[ὥπλισα]], Επικ. [[ὥπλισα]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ὡπλισάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[ὡπλίσσατο]] — Παθ., αόρ. αʹ [[ὡπλίσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[ὅπλισθεν]]· παρακ. [[ὥπλισμαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">1.</b> [[ετοιμάζω]] ή είμαι [[έτοιμος]], [[παρασκευάζω]], λέγεται για [[φαγητό]] ή ποτό, σε Όμηρ., Ευρ. — Μέσ., [[δόρπον]] ή [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, [[παρασκευάζω]] για τον εαυτό μου, το [[γεύμα]] μου, σε Όμηρ.· [[ὁπλίζω]] θυσίαν, [[αναθέτω]] την [[προετοιμασία]] μιας τελετουργικής θυσίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άλογα αρμάτων, τα [[καθιστώ]] έτοιμα, τους φορώ την [[ιπποσκευή]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] τα άλογα για λογαριασμό μου, στο ίδ. — Παθ., λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για οποιαδήποτε σύνεργα, <i>λαμπὰς ὡπλισμένη</i>, έτοιμη για [[χρήση]], σε Αισχύλ.· <i>ὡπλισμένος τινί</i>, εφοδιασμένος με [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, [[εκπαιδεύω]], [[εξασκώ]], στον ίδ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[εξοπλίζω]] ή [[εφοδιάζω]], όπως οι <i>ὁπλῖται</i>, σε Θουκ. — Μέσ. και Παθ., ετοιμάζομαι ή εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι ή αρματώνομαι, είμαι [[έτοιμος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ὅπλισθεν]] (αντί <i>ὡπλίσθησαν</i>) <i>δὲ γυναῖκες</i>, οι γυναίκες ήταν έτοιμες (για να χορέψουν), στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., ετοιμάζομαι να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Μέσ., επίσης με αιτ., <i>ὁπλίζεσθαι [[χέρα]]</i>, [[οπλίζω]] το [[χέρι]] μου, σε Ευρ.· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], οπλίζομαι με [[θάρρος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |