παιδαριώδης: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[παιδαριώδης]], -ῶδες) [[παιδάριον]]<br />αυτός που αρμόζει σε μικρό [[παιδί]], στερημένος σοβαρότητας, [[παιδιακήσιος]], [[παιδιαρίστικος]] («[[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδαριωδώς</i> (Α παιδαριωδῶς)<br />με παιδαριώδη τρόπο, [[χωρίς]] [[σοβαρότητα]].
|mltxt=-ες (Α [[παιδαριώδης]], -ῶδες) [[παιδάριον]]<br />αυτός που αρμόζει σε μικρό [[παιδί]], στερημένος σοβαρότητας, [[παιδιακήσιος]], [[παιδιαρίστικος]] («[[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδαριωδώς</i> (Α παιδαριωδῶς)<br />με παιδαριώδη τρόπο, [[χωρίς]] [[σοβαρότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδᾰριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παιδιάστικος]], [[παιδαριώδης]], σε Πλάτ.
}}
}}