Anonymous

παιδαριώδης: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’enfant, enfantin, puéril.<br />'''Étymologie:''' [[παιδάριον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />d’enfant, enfantin, puéril.<br />'''Étymologie:''' [[παιδάριον]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[παιδαριώδης]], -ῶδες) [[παιδάριον]]<br />αυτός που αρμόζει σε μικρό [[παιδί]], στερημένος σοβαρότητας, [[παιδιακήσιος]], [[παιδιαρίστικος]] («[[παιδαριώδης]] [[συμπεριφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδαριωδώς</i> (Α παιδαριωδῶς)<br />με παιδαριώδη τρόπο, [[χωρίς]] [[σοβαρότητα]].
}}
}}