παραλαμβάνω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, [[περιλαβαίνω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] που μού δίνεται από άλλον, [[λαμβάνω]] (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. [[φορτίον]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] κάποιον [[κοντά]] μου ως βοηθό, σύμμαχο ή συνεργάτη, [[προσλαμβάνω]] (α. «παρέλαβε συνεργάτη» β. «συμβούλους παραλαμβάνειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] κάποιον υπό την [[εποπτεία]], την [[προστασία]] ή τον έλεγχο μου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] [[υπηρεσία]] από προκάτοχο ή από προϊστάμενο<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στον τ. [[περιλαβαίνω]]) [[μαλώνω]], [[επιπλήττω]] κάποιον, [[περιαδράχνω]], [[περιαρπάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υιοθετώ]] πατροπαράδοτες τελετές ή έθιμα<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] με τη βία ή [[μετά]] από [[προδοσία]], [[λαμβάνω]] υπό την [[κατοχή]] μου, [[καταλαμβάνω]] («ναῡς παραλαβόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέχομαι]] ως [[μάθημα]], [[μαθαίνω]] («τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος... παρείληφεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαδέχομαι]] κάποιον σε ένα [[αξίωμα]] («τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κληρονομώ]]<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] τη [[διαχείριση]] πραγμάτων καταχωρισμένων σε κατάλογο άπό τον προκάτοχο μου<br /><b>4.</b> [[αναδέχομαι]], [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] ή να πω [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[λαμβάνω]] [[μαζί]] μου και [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] («παραλαμβάνειν ἐν ταῑς μάχαις τὸν θυμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[εγγύηση]]<br /><b>7.</b> [[εξακριβώνω]] από [[αυτηκοΐα]] ή από φήμες («ἀκοῇ παραλαβόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[δέχομαι]] ή [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως ισοδύναμο άλλου («τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῡ νοῡ παραλαμβάνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> (γραμμ. και ιατρ.) [[μεταχειρίζομαι]]<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] για προσωπική μου [[ευχαρίστηση]] σύζυγο ή [[παλλακίδα]]<br /><b>11.</b> (σχετικά με νεκρό) [[σηκώνω]] και [[μεταφέρω]] («παραληφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθόνιων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>12.</b> [[προσκαλώ]]<br /><b>13.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>14.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]], [[μνημονεύω]] («παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>15.</b> [[δέχομαι]] κάποιον ως μαθητή μου<br /><b>16.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παραλαμβάνομαι</i><br />α) [[κρατώ]] από<br />β) [[γίνομαι]] [[δεκτός]] ως<br />γ) <b>γραμμ.</b> παράγομαι<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάρτυρας]] [[παραλαμβάνω]]»<br />(στον <b>Δημοσθ.</b>) [[προσάγω]] μάρτυρες<br /><b>18.</b> (η μτχ. ονομ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παραλαμβανόμενα</i><br />οι επιχειρήσεις<br /><b>19.</b> (η μτχ. ονομ. ουδ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρειλημμένα</i><br />τα παραδεδεγμένα δόγματα.
|mltxt=ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, [[περιλαβαίνω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] που μού δίνεται από άλλον, [[λαμβάνω]] (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. [[φορτίον]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] κάποιον [[κοντά]] μου ως βοηθό, σύμμαχο ή συνεργάτη, [[προσλαμβάνω]] (α. «παρέλαβε συνεργάτη» β. «συμβούλους παραλαμβάνειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] κάποιον υπό την [[εποπτεία]], την [[προστασία]] ή τον έλεγχο μου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] [[υπηρεσία]] από προκάτοχο ή από προϊστάμενο<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στον τ. [[περιλαβαίνω]]) [[μαλώνω]], [[επιπλήττω]] κάποιον, [[περιαδράχνω]], [[περιαρπάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υιοθετώ]] πατροπαράδοτες τελετές ή έθιμα<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] με τη βία ή [[μετά]] από [[προδοσία]], [[λαμβάνω]] υπό την [[κατοχή]] μου, [[καταλαμβάνω]] («ναῡς παραλαβόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέχομαι]] ως [[μάθημα]], [[μαθαίνω]] («τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος... παρείληφεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαδέχομαι]] κάποιον σε ένα [[αξίωμα]] («τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κληρονομώ]]<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] τη [[διαχείριση]] πραγμάτων καταχωρισμένων σε κατάλογο άπό τον προκάτοχο μου<br /><b>4.</b> [[αναδέχομαι]], [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] ή να πω [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[λαμβάνω]] [[μαζί]] μου και [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] («παραλαμβάνειν ἐν ταῑς μάχαις τὸν θυμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[εγγύηση]]<br /><b>7.</b> [[εξακριβώνω]] από [[αυτηκοΐα]] ή από φήμες («ἀκοῇ παραλαβόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[δέχομαι]] ή [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως ισοδύναμο άλλου («τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῡ νοῡ παραλαμβάνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> (γραμμ. και ιατρ.) [[μεταχειρίζομαι]]<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] για προσωπική μου [[ευχαρίστηση]] σύζυγο ή [[παλλακίδα]]<br /><b>11.</b> (σχετικά με νεκρό) [[σηκώνω]] και [[μεταφέρω]] («παραληφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθόνιων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>12.</b> [[προσκαλώ]]<br /><b>13.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>14.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]], [[μνημονεύω]] («παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>15.</b> [[δέχομαι]] κάποιον ως μαθητή μου<br /><b>16.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παραλαμβάνομαι</i><br />α) [[κρατώ]] από<br />β) [[γίνομαι]] [[δεκτός]] ως<br />γ) <b>γραμμ.</b> παράγομαι<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάρτυρας]] [[παραλαμβάνω]]»<br />(στον <b>Δημοσθ.</b>) [[προσάγω]] μάρτυρες<br /><b>18.</b> (η μτχ. ονομ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παραλαμβανόμενα</i><br />οι επιχειρήσεις<br /><b>19.</b> (η μτχ. ονομ. ουδ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρειλημμένα</i><br />τα παραδεδεγμένα δόγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], Ιων. -[[λάμψομαι]]· παρακ. <i>-είληφα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παίρνω]] από κάποιον [[άλλο]], λέγεται για ανθρώπους που διαδέχονται κάποιον σ' ένα [[αξίωμα]], [[παραλαμβάνω]] τὴν βασιληΐην, σε Ηρόδ.· τὴν [[ἀρχήν]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για ανθρώπους που παραλαμβάνουν [[κάτι]] από [[κληρονομιά]], σε Ευρ., Δημ.· [[παραλαμβάνω]] [[ἀράς]], [[κληρονομώ]] κατάρες, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]], <i>πρᾶγμά τι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>τὰ παραλαμβανόμενα</i>, εγγυήσεις, υποσχέσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]], [[λαμβάνω]] ως [[εγγύηση]], στον ίδ.· επίσης, [[παίρνω]] με τη [[βία]] ή με [[προδοσία]], [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εξ ακοής ή από [[φήμη]], [[εξακριβώνω]], [[παραλαμβάνω]] τὴν ἀλήθειαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[αναλαμβάνω]], [[παίρνω]] (πάνω μου), τὸ [[οὔνομα]] [[τοῦτο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]], [[λαμβάνω]] για τον εαυτό μου, τον [[συνδέω]] μαζί μου ως σύζυγο ή [[παλλακίδα]], υιοθετημένο γιο, σύντροφο ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· ως μαθητή, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[περιμένω]], [[παρεμποδίζω]], [[σταματώ]], Λατ. excipere, στον ίδ., Ξεν.· [[πιάνω]] αιχμάλωτο, σε Πολύβ.
}}
}}