Anonymous

παραλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], Ιων. -[[λάμψομαι]]· παρακ. <i>-είληφα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παίρνω]] από κάποιον [[άλλο]], λέγεται για ανθρώπους που διαδέχονται κάποιον σ' ένα [[αξίωμα]], [[παραλαμβάνω]] τὴν βασιληΐην, σε Ηρόδ.· τὴν [[ἀρχήν]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για ανθρώπους που παραλαμβάνουν [[κάτι]] από [[κληρονομιά]], σε Ευρ., Δημ.· [[παραλαμβάνω]] [[ἀράς]], [[κληρονομώ]] κατάρες, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]], <i>πρᾶγμά τι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>τὰ παραλαμβανόμενα</i>, εγγυήσεις, υποσχέσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]], [[λαμβάνω]] ως [[εγγύηση]], στον ίδ.· επίσης, [[παίρνω]] με τη [[βία]] ή με [[προδοσία]], [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εξ ακοής ή από [[φήμη]], [[εξακριβώνω]], [[παραλαμβάνω]] τὴν ἀλήθειαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[αναλαμβάνω]], [[παίρνω]] (πάνω μου), τὸ [[οὔνομα]] [[τοῦτο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]], [[λαμβάνω]] για τον εαυτό μου, τον [[συνδέω]] μαζί μου ως σύζυγο ή [[παλλακίδα]], υιοθετημένο γιο, σύντροφο ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· ως μαθητή, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[περιμένω]], [[παρεμποδίζω]], [[σταματώ]], Λατ. excipere, στον ίδ., Ξεν.· [[πιάνω]] αιχμάλωτο, σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], Ιων. -[[λάμψομαι]]· παρακ. <i>-είληφα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παίρνω]] από κάποιον [[άλλο]], λέγεται για ανθρώπους που διαδέχονται κάποιον σ' ένα [[αξίωμα]], [[παραλαμβάνω]] τὴν βασιληΐην, σε Ηρόδ.· τὴν [[ἀρχήν]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για ανθρώπους που παραλαμβάνουν [[κάτι]] από [[κληρονομιά]], σε Ευρ., Δημ.· [[παραλαμβάνω]] [[ἀράς]], [[κληρονομώ]] κατάρες, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] την [[ευθύνη]], [[αναλαμβάνω]], <i>πρᾶγμά τι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>τὰ παραλαμβανόμενα</i>, εγγυήσεις, υποσχέσεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]], [[λαμβάνω]] ως [[εγγύηση]], στον ίδ.· επίσης, [[παίρνω]] με τη [[βία]] ή με [[προδοσία]], [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εξ ακοής ή από [[φήμη]], [[εξακριβώνω]], [[παραλαμβάνω]] τὴν ἀλήθειαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[αναλαμβάνω]], [[παίρνω]] (πάνω μου), τὸ [[οὔνομα]] [[τοῦτο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[παίρνω]], [[λαμβάνω]] για τον εαυτό μου, τον [[συνδέω]] μαζί μου ως σύζυγο ή [[παλλακίδα]], υιοθετημένο γιο, σύντροφο ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· ως μαθητή, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[περιμένω]], [[παρεμποδίζω]], [[σταματώ]], Λατ. excipere, στον ίδ., Ξεν.· [[πιάνω]] αιχμάλωτο, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραλαμβάνω:''' (fut. [[παραλήψομαι]] - ион. παραλάμψομαι, aor. [[παρέλαβον]])<br /><b class="num">1)</b> получать по наследству, наследовать (πολλὴν οὐσίαν παρὰ τοῦ πατρός Dem.; τοὺς νόμους παρὰ τῶν προγόνων Isocr.; τὴν βασιληΐην Her.): οἱ παρειλημμένοι μῦθοι Arst. унаследованные сказания, предания; τὰ παρειλημμένα Arst. традиционные учения;<br /><b class="num">2)</b> принимать на себя (τὴν [[ἀρχήν]] Plat.; τὰ τῆς πόλεως πράγματα Arph.): τὰ παραλαμβανόμενα Her. предприятия, начинания;<br /><b class="num">3)</b> брать (себе) (τὸ [[βιβλίον]] Plat.): παραλαβὼν τὸν λόγον Polyb. взяв слово; π. ἐπὶ [[βραχύ]] Polyb. сжато излагать; συμβούλους π. Arst. брать себе в союзники; π. τὸν θυμόν Plut. разгорячаться, раздражаться;<br /><b class="num">4)</b> привлекать, приглашать (μάρτυρας Dem.; πρὸς τὰς ἑστιάσεις τινά Diod.; εἰς τὸ [[συσσίτιον]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> принимать (τὴν παῖδα Her.): τινὰ ἐπὶ ξείνια π. Her. принимать кого-л. в число близких друзей; π. τοὺς παῖδας Plat. принимать на воспитание детей;<br /><b class="num">6)</b> воспринимать, слышать (τι περί τινα Thuc., περί τινος Polyb. и τι [[ἀπό]] τινος NT; [[τοῦτο]] τὸ [[ἔπος]] Her.): π. ἀλήθειάν τινος Her. убедиться в чьей-л. правдивости; ἀκοῇ π. Her. знать понаслышке;<br /><b class="num">7)</b> перенимать (σοφίαν [[παρά]] τινος Plat.);<br /><b class="num">8)</b> застигать, заставать: π. τοὺς Ἓλληνας [[οἴκοι]] σκηνοῦντας Xen. найти (застать) греков живущими (отдельными) домами;<br /><b class="num">9)</b> захватывать (τινά Her.; τὰς [[ναῦς]] Thuc.): π. οὐδὲν τῆς ἐσόδου Her. нисколько не овладеть подступом; π. τοὺς πολλοὺς ἐκ παίδων Plat. получить влияние над многими из детей;<br /><b class="num">10)</b> подхватывать, использовать (τὸ οὔνομά τινος Her.).
}}
}}