πάμφωνος: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη [[γλώσσα]] του και προκαλεί [[έτσι]] θόρυβο και [[φλυαρία]] («εὐρρείτας [[οἶνος]] [[πάμφωνος]]», Φιλόξ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παμφώνως</i> (Α)<br />με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
|mltxt=[[πάμφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη [[γλώσσα]] του και προκαλεί [[έτσι]] θόρυβο και [[φλυαρία]] («εὐρρείτας [[οἶνος]] [[πάμφωνος]]», Φιλόξ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παμφώνως</i> (Α)<br />με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που αποτελείται από όλες τις φωνές, [[γεμάτος]] φωνές ή [[πολύφωνος]], σε Πίνδ.· γενικά, [[εκφραστικός]], σε Ανθ.
}}
}}