Anonymous

πάμφωνος: Difference between revisions

From LSJ
30
(SL_2)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πάμφωνος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[full]] voiced; [[all]]-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) [[παρθένος]] αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)
|sltr=[[πάμφωνος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[full]] voiced; [[all]]-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) [[παρθένος]] αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμφωνος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη [[γλώσσα]] του και προκαλεί [[έτσι]] θόρυβο και [[φλυαρία]] («εὐρρείτας [[οἶνος]] [[πάμφωνος]]», Φιλόξ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παμφώνως</i> (Α)<br />με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
}}