περιαγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μηχανή]] την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για [[ανέλκυση]] τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αγωγεύς]], <i>παρ</i>-[[αγωγεύς]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[μηχανή]] την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για [[ανέλκυση]] τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αγωγεύς]], <i>παρ</i>-[[αγωγεύς]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιᾰγωγεύς:''' ὁ, [[εργάτης]] για την [[περιστροφή]] της άγκυρας, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A windlass, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].
Greek Monotonic
περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.