περιαγωγεύς

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰγωγεύς Medium diacritics: περιαγωγεύς Low diacritics: περιαγωγεύς Capitals: ΠΕΡΙΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: periagōgeús Transliteration B: periagōgeus Transliteration C: periagogeys Beta Code: periagwgeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, windlass, capstan, winch, pulley, Luc.Nav.5.

German (Pape)

[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. καταγωγεύς, παραγωγεύς].

Greek Monotonic

περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.

Translations

pulley

Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc