3,277,172
edits
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / πῑλος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[καπέλο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μύκητα που προσβάλλει την [[αμυγδαλιά]] και τα [[εσπεριδοειδή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[πίλημα]], [[χωρίς]] [[γύρο]], [[σκούφια]] («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῑς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>μσν.</b><br />αρχιερατική [[μίτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πίλημα]] ως υλικό για την εσωτερική [[επένδυση]] ή για την [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις [[ἔντοσθε]] πυκάσας», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῡς πῑλος» β. «πῑλος [[Λακωνικός]]»)<br /><b>3.</b> [[θώρακας]] από [[πίλημα]]<br /><b>4.</b> υποδήματα από [[πίλημα]]<br /><b>5.</b> [[σφαίρα]], [[μπάλα]] («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)<br /><b>6.</b> η [[μίτρα]] τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>7.</b> ο [[λόχος]] τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ [[τάγμα]], [[πρῶτος]] πῑλος καλούμενος», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη [[σύνδεση]] της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. <i>filz</i>, αγγλοσαξ. <i>felt</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>peldos</i>) και [[επίσης]] με το αρχ. ρωσ. <i>pŭlsti</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με τα λατ. <i>pilleus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» και <i>pilus</i> «[[τρίχα]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>pil</i>-<i>s</i>-<i>o</i>) δεν φαίνεται πιθανή, [[αφού]] το <i>pilus</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ., ενώ το <i>pilleus</i>, όπως και το ελλ. [[πίλος]], [[είναι]] [[μάλλον]] ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης]. | |mltxt=ο / πῑλος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[καπέλο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μύκητα που προσβάλλει την [[αμυγδαλιά]] και τα [[εσπεριδοειδή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[πίλημα]], [[χωρίς]] [[γύρο]], [[σκούφια]] («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῑς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>μσν.</b><br />αρχιερατική [[μίτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πίλημα]] ως υλικό για την εσωτερική [[επένδυση]] ή για την [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις [[ἔντοσθε]] πυκάσας», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῡς πῑλος» β. «πῑλος [[Λακωνικός]]»)<br /><b>3.</b> [[θώρακας]] από [[πίλημα]]<br /><b>4.</b> υποδήματα από [[πίλημα]]<br /><b>5.</b> [[σφαίρα]], [[μπάλα]] («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)<br /><b>6.</b> η [[μίτρα]] τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>7.</b> ο [[λόχος]] τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ [[τάγμα]], [[πρῶτος]] πῑλος καλούμενος», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη [[σύνδεση]] της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. <i>filz</i>, αγγλοσαξ. <i>felt</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>peldos</i>) και [[επίσης]] με το αρχ. ρωσ. <i>pŭlsti</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με τα λατ. <i>pilleus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» και <i>pilus</i> «[[τρίχα]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>pil</i>-<i>s</i>-<i>o</i>) δεν φαίνεται πιθανή, [[αφού]] το <i>pilus</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ., ενώ το <i>pilleus</i>, όπως και το ελλ. [[πίλος]], [[είναι]] [[μάλλον]] ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ [[τῶν]] πίλων μιτρηφόροι [[ἦσαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> τσόχινο [[ένδυμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τσόχινος]] [[θώρακας]] πανοπλίας, σε Θουκ. | |||
}} | }} |