Anonymous

πῖλος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ [[τῶν]] πίλων μιτρηφόροι [[ἦσαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> τσόχινο [[ένδυμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τσόχινος]] [[θώρακας]] πανοπλίας, σε Θουκ.
|lsmtext='''πῖλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έριο]] ή [[μαλλί]] που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το [[πίλημα]], και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική [[επένδυση]] στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> οτιδήποτε κατασκευασμένο από [[τσόχα]], [[τσόχινος]] [[σκούφος]], όπως το μοντέρνο [[φέσι]], σε Ησίοδ.· πίλους [[τιάρας]] φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ [[τῶν]] πίλων μιτρηφόροι [[ἦσαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> τσόχινο [[ένδυμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τσόχινος]] [[θώρακας]] πανοπλίας, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πῖλος -ου, ὁ vilt:. πίλοις ἔντοσθε πυκάσσας van binnen met stukjes vilt bekleed hebbend Hes. Op. 542; τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν de natuurlijke groei van eigen vilt (d.w.z. haren) Plat. Lg. 942e. voorwerp van vilt vilten hoed; Hes. Op. 546; vilten tent; Hdt. 4.23.4; wambuis; Thuc. 4.34.3; zadelkleed. Plut. Art. 11.6.
}}
}}