ποθεινός: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ποθινός]], Α<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] πόθο (α. «[[νέον]] έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς [[ἔρος]]», Σαπφ.)<br /><b>2.</b> ο [[περιπόθητος]], ο [[πάρα]] πολύ [[επιθυμητός]] (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.<br />β. «χρυσὸς ποθεινὸν [[κτῆμα]] τοῑς βροτοῑς» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο [[πολυαγαπημένος]], αυτός τον οποίο θυμάται [[κανείς]] με [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]] (α. «παῑς... πατρὶ [[ποθεινός]]», <b>Ευρ.</b> β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]]<br />β) «ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]]» — [[συμφορά]] που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποθεινώς</i> / <i>ποθεινῶς</i> ΝΜΑ<br />με πόθο, με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>εινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αλγ</i>-<i>εινός</i>). Ο τ. [[ποθινός]] [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ινός</i> προκειμένου να [[είναι]] βραχύ το -<i>ι</i>- του τ.].
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ποθινός]], Α<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] πόθο (α. «[[νέον]] έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς [[ἔρος]]», Σαπφ.)<br /><b>2.</b> ο [[περιπόθητος]], ο [[πάρα]] πολύ [[επιθυμητός]] (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.<br />β. «χρυσὸς ποθεινὸν [[κτῆμα]] τοῑς βροτοῑς» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο [[πολυαγαπημένος]], αυτός τον οποίο θυμάται [[κανείς]] με [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]] (α. «παῑς... πατρὶ [[ποθεινός]]», <b>Ευρ.</b> β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]]<br />β) «ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]]» — [[συμφορά]] που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποθεινώς</i> / <i>ποθεινῶς</i> ΝΜΑ<br />με πόθο, με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>εινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αλγ</i>-<i>εινός</i>). Ο τ. [[ποθινός]] [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ινός</i> προκειμένου να [[είναι]] βραχύ το -<i>ι</i>- του τ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποθεινός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[ποθέω]]), ο [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], ιδιαίτερα [[αγαπητός]], [[ιδίως]], αν είναι [[απών]] ή [[χαμένος]] (βλ. [[πόθος]]), σε Τραγ.· <i>ποθεινὸς ἦλθες</i>, σε Ευρ.· <i>ποθεινὰ δάκρυα</i>, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· <i>ποθεινὸς τοῖς φίλοις</i>, σε Αριστοφ.· επίρρ., <i>ποθεινοτέρως ἔχειν τινός</i>, [[λαχταρώ]] [[πολύ]] ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.
}}
}}