Anonymous

ποθεινός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποθεινός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[ποθέω]]), ο [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], ιδιαίτερα [[αγαπητός]], [[ιδίως]], αν είναι [[απών]] ή [[χαμένος]] (βλ. [[πόθος]]), σε Τραγ.· <i>ποθεινὸς ἦλθες</i>, σε Ευρ.· <i>ποθεινὰ δάκρυα</i>, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· <i>ποθεινὸς τοῖς φίλοις</i>, σε Αριστοφ.· επίρρ., <i>ποθεινοτέρως ἔχειν τινός</i>, [[λαχταρώ]] [[πολύ]] ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ποθεινός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[ποθέω]]), ο [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], ιδιαίτερα [[αγαπητός]], [[ιδίως]], αν είναι [[απών]] ή [[χαμένος]] (βλ. [[πόθος]]), σε Τραγ.· <i>ποθεινὸς ἦλθες</i>, σε Ευρ.· <i>ποθεινὰ δάκρυα</i>, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· <i>ποθεινὸς τοῖς φίλοις</i>, σε Αριστοφ.· επίρρ., <i>ποθεινοτέρως ἔχειν τινός</i>, [[λαχταρώ]] [[πολύ]] ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ποθεινός:''' и 2 желанный, вожделенный ([[Ἑλλάς]] Pind.; [[φθέγμα]] Soph.; [[ἡμέρα]] Arph.): ποθεινοὶ ἀλλήλοις Plat. стремящиеся друг к другу; π. ἦλθες Eur. твой приход - счастье (для меня); ποθεινὰ δάκρυα Eur. слезы тоски; π. δακρύοις Eur. исторгающий слезы.
}}
}}