πλούσιος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πλούσιος]], -ία, -ιον, ΝΜΑ, και [[πλούτιος]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, [[μεγάλη]] κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]], [[εύπορος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]], σε [[πλησμονή]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[ιδιότητα]] (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[χώρα]] πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ [[δαίμων]] δ' εἴς με [[πλούσιος]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυπληθής]], [[άφθονος]] (α. «πλούσια [[συγκομιδή]]» β. «[[πλούσιον]] [[ὕδωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο πλούσια παρασκευασμένος, [[πολυτελής]] (α. «[[πλούσιος]] [[διάκοσμος]]» β. «σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλούσια [[γλώσσα]]» — [[γλώσσα]] που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο<br />β) «πλούσια [[ρίμα]]» — [[ρίμα]] που συνηχεί [[πριν]] από το τονιζόμενο [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με [[γενναιοδωρία]] ή [[αφθονία]] πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[χαίρω]] πλουσίῳ γένει» — [[χαίρομαι]], [[είμαι]] [[ευτυχής]] για την πλούσια και αγέρωχη [[γενιά]] μου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι [[εἶεν]]» — [[ούτε]] και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσίως</i> ΝΜΑ και <i>πλούσια</i> Ν<br />με τρόπο πλούσιο, με [[αφθονία]] (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ [[λόγος]] τοῡ Χριστοῡ ἐνοικήτω ἐν ὑμῑν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολυτελώς («[[εἶδον]] ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]] («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλούσιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλουτ</i>-<i>ιος</i>) παράγεται από τη λ. [[πλοῦτος]] με κατάλ. -<i>ιος</i> και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i><span style="color: red;"><</span> [[δημότης]])].
|mltxt=-α, -ο / [[πλούσιος]], -ία, -ιον, ΝΜΑ, και [[πλούτιος]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, [[μεγάλη]] κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]], [[εύπορος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]], σε [[πλησμονή]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[ιδιότητα]] (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[χώρα]] πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ [[δαίμων]] δ' εἴς με [[πλούσιος]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυπληθής]], [[άφθονος]] (α. «πλούσια [[συγκομιδή]]» β. «[[πλούσιον]] [[ὕδωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο πλούσια παρασκευασμένος, [[πολυτελής]] (α. «[[πλούσιος]] [[διάκοσμος]]» β. «σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλούσια [[γλώσσα]]» — [[γλώσσα]] που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο<br />β) «πλούσια [[ρίμα]]» — [[ρίμα]] που συνηχεί [[πριν]] από το τονιζόμενο [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με [[γενναιοδωρία]] ή [[αφθονία]] πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[χαίρω]] πλουσίῳ γένει» — [[χαίρομαι]], [[είμαι]] [[ευτυχής]] για την πλούσια και αγέρωχη [[γενιά]] μου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι [[εἶεν]]» — [[ούτε]] και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσίως</i> ΝΜΑ και <i>πλούσια</i> Ν<br />με τρόπο πλούσιο, με [[αφθονία]] (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ [[λόγος]] τοῡ Χριστοῡ ἐνοικήτω ἐν ὑμῑν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολυτελώς («[[εἶδον]] ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]] («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλούσιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλουτ</i>-<i>ιος</i>) παράγεται από τη λ. [[πλοῦτος]] με κατάλ. -<i>ιος</i> και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i><span style="color: red;"><</span> [[δημότης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλούσιος:''' -α, -ον ([[πλοῦτος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλούσιος]], αυτός που έχει άφθονα [[αγαθά]], [[εύπορος]], [[πολυτελής]], σε Ησίοδ., Θέογν., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[πλούσιος]] σε [[κάτι]], Λατ. [[dives]] [[opus]], σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πολυτελής]], [[άφθονος]], [[πλούσιος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}