Anonymous

πλούσιος: Difference between revisions

From LSJ
33
(T21)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πλουσία, [[πλούσιον]] ([[πλοῦτος]]), from [[Hesiod]], Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, [[rich]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], [[wealthy]], abounding in [[material]] [[resources]]: ὁ [[πλούσιος]], substantively, οἱ πλούσιοι, [[πλούσιος]], [[without]] the [[article]], a [[rich]] Prayer of Manasseh , abounding, [[abundantly]] supplied: followed by ἐν [[with]] a dative of the [[thing]] in [[which]] [[one]] abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. [[note]]), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε [[πλούσιος]] ὤν, of Christ, '[[although]] as the [[ἄσαρκος]] [[λόγος]] he [[formerly]] abounded in the [[riches]] of a [[heavenly]] [[condition]], by [[assuming]] [[human]] [[nature]] he entered [[into]] a [[state]] of ([[earthly]]) [[poverty]],' 2 Corinthians 8:9.
|txtha=πλουσία, [[πλούσιον]] ([[πλοῦτος]]), from [[Hesiod]], Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, [[rich]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], [[wealthy]], abounding in [[material]] [[resources]]: ὁ [[πλούσιος]], substantively, οἱ πλούσιοι, [[πλούσιος]], [[without]] the [[article]], a [[rich]] Prayer of Manasseh , abounding, [[abundantly]] supplied: followed by ἐν [[with]] a dative of the [[thing]] in [[which]] [[one]] abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. [[note]]), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε [[πλούσιος]] ὤν, of Christ, '[[although]] as the [[ἄσαρκος]] [[λόγος]] he [[formerly]] abounded in the [[riches]] of a [[heavenly]] [[condition]], by [[assuming]] [[human]] [[nature]] he entered [[into]] a [[state]] of ([[earthly]]) [[poverty]],' 2 Corinthians 8:9.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πλούσιος]], -ία, -ιον, ΝΜΑ, και [[πλούτιος]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, [[μεγάλη]] κινητή ή ακίνητη [[περιουσία]], [[εύπορος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]], σε [[πλησμονή]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[ιδιότητα]] (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[χώρα]] πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ [[δαίμων]] δ' εἴς με [[πλούσιος]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυπληθής]], [[άφθονος]] (α. «πλούσια [[συγκομιδή]]» β. «[[πλούσιον]] [[ὕδωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο πλούσια παρασκευασμένος, [[πολυτελής]] (α. «[[πλούσιος]] [[διάκοσμος]]» β. «σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πλούσια [[γλώσσα]]» — [[γλώσσα]] που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο<br />β) «πλούσια [[ρίμα]]» — [[ρίμα]] που συνηχεί [[πριν]] από το τονιζόμενο [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με [[γενναιοδωρία]] ή [[αφθονία]] πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[χαίρω]] πλουσίῳ γένει» — [[χαίρομαι]], [[είμαι]] [[ευτυχής]] για την πλούσια και αγέρωχη [[γενιά]] μου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι [[εἶεν]]» — [[ούτε]] και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσίως</i> ΝΜΑ και <i>πλούσια</i> Ν<br />με τρόπο πλούσιο, με [[αφθονία]] (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ [[λόγος]] τοῡ Χριστοῡ ἐνοικήτω ἐν ὑμῑν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολυτελώς («[[εἶδον]] ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρεπώς]] («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλούσιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλουτ</i>-<i>ιος</i>) παράγεται από τη λ. [[πλοῦτος]] με κατάλ. -<i>ιος</i> και συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i><span style="color: red;"><</span> [[δημότης]])].
}}
}}