σαθρός: Difference between revisions

6
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σαθρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει [[αντοχή]], [[επισφαλής]], [[ετοιμόρροπος]] («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει στερεή [[βάση]], αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό [[επιχείρημα]]» β. «σαθροὶ λόγοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέρος]] του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]]) ο μη [[υγιής]] («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοσηρός]] («[[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — [[προτού]] κάποια νοσηρή [[σκέψη]] επέλθει σε αυτούς, [[δηλαδή]] [[πριν]] να γίνουν προδότες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει ικανότητες, [[ανίκανος]]<br /><b>4.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος<br /><b>5.</b> [[φθαρτός]], [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]] («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαθρώς</i> / <i>σαθρῶς</i> ΝΜΑ<br />σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη [[κατάσταση]] («σαθρῶς ἱδρυμένος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. [[σαθρός]] με τις λ. [[ψαθυρός]] «εύθραστος», [[σαπρός]] ή [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]], [[φιλτράρω]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
|mltxt=-ή, -ό / [[σαθρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει [[αντοχή]], [[επισφαλής]], [[ετοιμόρροπος]] («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει στερεή [[βάση]], αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό [[επιχείρημα]]» β. «σαθροὶ λόγοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέρος]] του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]]) ο μη [[υγιής]] («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοσηρός]] («[[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — [[προτού]] κάποια νοσηρή [[σκέψη]] επέλθει σε αυτούς, [[δηλαδή]] [[πριν]] να γίνουν προδότες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει ικανότητες, [[ανίκανος]]<br /><b>4.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος<br /><b>5.</b> [[φθαρτός]], [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]] («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαθρώς</i> / <i>σαθρῶς</i> ΝΜΑ<br />σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη [[κατάσταση]] («σαθρῶς ἱδρυμένος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. [[σαθρός]] με τις λ. [[ψαθυρός]] «εύθραστος», [[σαπρός]] ή [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]], [[φιλτράρω]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαθρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> σαπισμένος, [[σάπιος]], φθαρμένος, παρηκμασμένος, [[ετοιμόρροπος]], [[επισφαλής]], ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. <i>σαθρῶς ἱδρυμένος</i>, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί [[σφι]], [[πριν]] βάλουν με το [[μυαλό]] τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη [[σκέψη]], δηλ. [[προτού]] αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· <i>σ. λόγοι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}