σαθρός

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαθρός Medium diacritics: σαθρός Low diacritics: σαθρός Capitals: ΣΑΘΡΟΣ
Transliteration A: sathrós Transliteration B: sathros Transliteration C: sathros Beta Code: saqro/s

English (LSJ)

σαθρά, σαθρόν,
A unsound, impaired, sick, unhealthy, σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ σ. impotent, PGnom.244 (ii A.D.).
2 of a vessel, cracked, opp. ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb. 55c; εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht.179d; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά Id.Grg.493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud.804a32: metaph., ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e.
3 metaph., σ. κῦδος = unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109; σ. λόγοι E.Hec.1190, Rh.639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις σ.; Id.Supp.1064; τοῦτ' ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν Id.Ba.487; σ. μετάβασις Pl.Lg.736e; σ. ἐστι.. πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227; εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c; εὑρήσει τὰ σαθρὰ τῶν ἐκείνου πραγμάτων ὁ πόλεμος D.4.44; τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu.Dio 23. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος = built on unsound foundations, Arist.EN1100b7.

German (Pape)

[Seite 857] wie σαπρός, angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῦδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; αἴνιγμα, Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν, Bacch. 487; σαθρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ σαθρός ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. Euthyphr. 5 c; εἴτε ὑγιές, εἴτε σαθρὸν φθέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ; 18, 227 σαθρόν ἐστι φύσει πᾶν, ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
avarié, abîmé, d'où
1 pourri, qui tombe en pourriture;
2 en parl. de vases fêlé ; fig. σαθρὸν ὑπηχεῖν PLUT sonner faux;
3 fig. de mauvaise qualité, de mauvais aloi, mauvais.
Étymologie: R. Σαθ, être troué ; v. σήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαθρός, -ή -όν [~ σαπρός?] ondeugdelijk, kapot; spec. van aardewerk; σκεπτέον... διακρούοντα εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φθέγγεται door te kloppen moet je onderzoeken of het goed klinkt of gebarsten Plat. Tht. 179d; overdr..; κῦδος σαθρόν voze faam (= smerige reputatie) Pind.; λόγοι σ. valse woorden Eur. Hec. 1190; τὰ σαθρὰ τῆς τυραννίδος de ondeugdelijkheid van de tirannie Plut. Dion 23.2; geneesk. ongezond:; τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσιν de ongezonde delen maken ze gezond Hp. Vict. 1.15; adv. σαθρῶς op ondeugdelijke wijze.

Russian (Dvoretsky)

σαθρός:
1 гнилой, прогнивший, тж. испорченный (σάρξ Plut.): τὰ σαθρὰ τοῦ σώματος Plut. пораженные части тела;
2 ветхий, дырявый (πλοῖον Plut.);
3 надтреснутый (ἀγγεῖον Plat.): σαθρὸν φθέγγεσθαι Plat. издавать надтреснутый звук;
4 порочный, уязвимый Plat.: τὰ σαθρά τινος Dem., Plut. чьи-л. пороки;
5 слабый, немощный (φωναί Arst.);
6 плохой, дурной (κῦδος Pind.): πρίν τι καὶ σαθρόν τινι ἐγγενέσθαι Her. прежде чем родится у кого-л. какой-л. дурной замысел;
7 пустой, бессмысленный (λόγοι Eur.).

English (Slater)

σαθρός unwholesome (πάρφασις) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει ςᾰθρόν (N. 8.34)

Greek Monolingual

-ή, -ό / σαθρός, σαθρά, σαθρόν, ΝΜΑ
1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)
2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β. «σαθροὶ λόγοι», Ευρ.)
αρχ.
1. (για μέρος του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή κατάσταση) ο μη υγιής («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)
2. μτφ. νοσηρόςπρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — προτού κάποια νοσηρή σκέψη επέλθει σε αυτούς, δηλαδή πριν να γίνουν προδότες, Ηρόδ.)
3. αυτός που δεν έχει ικανότητες, ανίκανος
4. (για αγγείο) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος
5. φθαρτός, πρόσκαιρος, παροδικός («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», Πίνδ.).
επίρρ...
σαθρώς / σαθρῶς ΝΜΑ
σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη κατάσταση («σαθρῶς ἱδρυμένος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. σαθρός με τις λ. ψαθυρός «εύθραστος», σαπρός ή σήθω «κοσκινίζω, φιλτράρω» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Greek Monotonic

σαθρός: σαθρά, σαθρόν,
1. σαπισμένος, σάπιος, φθαρμένος, παρηκμασμένος, ετοιμόρροπος, επισφαλής, ραγισμένος, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. σαθρῶς ἱδρυμένος, αυτός που έχει χτιστεί σε επισφαλή, σε σαθρά θεμέλια, σε Αριστ.
2. μεταφ., πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί σφι, πριν βάλουν με το μυαλό τους κάποια περίεργη, διεφθαρμένη σκέψη, δηλ. προτού αποδειχθούν προδότες, σε Ηρόδ.· σ. λόγοι, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σαθρός: σαθρά, σαθρόν, σεσηπώς, ἐφθαρμένος, νοσηρός, ἐπισφαλής, σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Ἱππ. 345, 37· ἐπὶ νοσούντων ἢ οὐχὶ ἐν καλῇ καταστάσει μερῶν τοῦ σώματος, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται αὐτόθι 42· εὕροιμ’ ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β· εὑρήσει τὰ σαθρὰ αὐτοῦ (δηλ. Φιλίππου) ὁ πόλεμος Δημ. 52 ἐν τέλ., πρβλ. 24, 5., 155· τὰ σ. τῆς τυραννίδος Πλουτ. Δίων 23. - Ἐπίρρ., σαθρῶς ἱδρυμένος, ᾠκοδομημένος ἐπὶ οὐχὶ στερεοῦ θεμελίου, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 8. 2) ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἀποδίδει τεθραυσμένον σκεῦος κρουόμενον, ἀντίθετον τῷ ὑγιής, εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Πλάτ. Φίληβ. 55C· εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D· ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493Ε· [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66· ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Πλούτ. 2. 64D.
3) μεταφορ., σ. κῦδος, σαθρά, οὐχὶ ὑγιὴς δόξα, φήμη, Πινδ. Ν. 8, 59· πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί σφι, πρὶν ἢ νοσηρά τις σκέψις ἐπέλθῃ εἰς αὐτούς, δηλ. πρὶν ἢ γίνωσι προδόται, Ἡρόδ. 6. 109· σ. λόγοι Ρῆσ. 639· τί τοῦτ’ αἴνιγμα σημαίνεις σαθρόν; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1064· τοῦτ’ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρὸν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 487· σ. μετάβασις Πλάτ. Νόμ. 736Ε, πρβλ. Φίληβ. 55C· σαθρόν ἐστι ... πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον Δημ. 303. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σαθρά· ἀσθενῆ, κεκλασμένα». (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως ἄγνωστος).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: unsound, broken, broke, unhealthy, weak (IA.).
Derivatives: σαθρ-ότης f. unsoundness (late), -όομαι, -όω to be, to make unsound (LXX, pap. VIp) with -ωσις, -ωμα (pap. VIp, H.); σάθραξ φθείρ H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. By Fick (s. Bq) compared with ψαθυρός brittle (to ψῆν); Chantraine Form. 224 a. 373 thinks of σήθω (rejected by Benveniste Origines 202). Perh. cross of σαπρός with an unknown word? -- From there with metathesis NGr. θράσιον, θράσο meat of animals that have died (Hatzidakis Glotta 2, 299). -- Furnée 196 also compares ψαθυρός, ψαιδρά ἁραιότριχα H. and concludes that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

σαθρός, ή, όν
1. rotten, decayed, unsound, cracked, Plat., Dem.—adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.
2. metaph., πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίνεσθαί σφι before any unsound thought comes into their heads, i. e. before they prove traitors, Hdt.; ς. λόγοι Eur. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σαθρός: {sathrós}
Meaning: morsch, anbrüchig, zerbrochen, ungesund, schwach (ion. att.).
Derivative: Davon σαθρότης f. Morschheit (sp.), -όομαι, -όω morsch sein, machen (LXX, Pap. VIp) mit -ωσις, -ωμα (Pap. VIp, H.); σάθραξ· φθείρ H.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Von Fick (s. Bq) mit ψαθυρός zerbrechlich (zur ψῆν) verglichen; Chantraine Form. 224 u. 373 denkt an σήθω (von Benveniste Origines 202 abgelehnt). Ob Kreuzung von σαπρός mit einem unbek. Wort? — Daraus mit Metathese ngr. θράσιον, θράσο Fleisch der verendeten Tiere (Hatzidakis Glotta 2, 299).
Page 2,671

English (Woodhouse)

hollow, rotten, unsound, in an unhealthy state, not genuine, worn out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σάπιος, ἄρρωστος). Ἀντί σαπρός τοῦ σήπω.
Παράγωγα: σαθρότης, σαθρόω -ῶ (=ἐξασθενῶ), σάθρωμα, σάθρωσις.

Translations

rotten

Afrikaans: gevrot; Albanian: kalbur, prishur; Amharic: የገማ; Arabic: فَاسِد; Armenian: փտած; Aromanian: putrid; Azerbaijani: çürük, çürümüş; Bashkir: серек; Basque: ustel; Belarusian: гнілы; Bikol Central: lapa; Bulgarian: гнил; Burmese: ပုပ်; Carpathian Rusyn: гнилый; Catalan: podrit; Chinese Mandarin: 腐爛, 腐烂, 腐朽; Cimbrian: damaal; Cornish: breyn, podrek, poder; Crimean Tatar: çürük; Czech: shnilý; Dalmatian: muas; Danish: rådden; Dutch: rot, verrot; Erzya: наксадо; Esperanto: putra; Faroese: rotin; Finnish: mätä, mädäntynyt, laho; French: pourri; Friulian: frait, fraid; Galician: podre; German: faul, faulig, verfault, morsch, vergammelt, verdorben, gammelig, verrottet, kariös, schlecht; Greek: σάπιος, σαθρός; Ancient Greek: ἐπίσαπρος, σαθρός, σαπρός; Hindi: सड़ा; Hungarian: rohadt; Hunsrik: faul; Ido: putrinta; Indonesian: busuk; Ingrian: laho, lahokas, mätä; Irish: lofa; Italian: marcito, marcio; Japanese: 腐った, 腐朽した; Kabuverdianu: podri; Kazakh: шірік; Khmer: ស្អុយ, រលួយ, រអៀច; Komi-Zyrian: сісь; Korean: 썩다; Latin: puter, putris, cariosus; Latvian: sapuvis; Low German German Low German: fuul, verfuult; Macedonian: гнил, трул; Malayalam: ചീഞ്ഞ, അളിഞ്ഞ; Mansaka: baog, gabok; Maori: piro, manumanuā, manumanu, pipirau, pirapirau, hakuhaku; Marathi: सडलेले, सडलेला, सडलेली; Mari Eastern Mari: шӱйшӧ; Western Mari: шӱшӹ; Moksha: наксада; Navajo: dláád; Occitan: poirit; Ottoman Turkish: چوروك; Papiamentu: putri; Persian: پوسیده; Plautdietsch: morsch, frosich, ful; Polish: zgniły, zepsuty; Portuguese: podre; Quechua: ismu; Rapa Nui: piro; Romanian: putred, putregăios; Russian: гнилой, тухлый; Sardinian: prudicu, fracicu; Scottish Gaelic: grod, lobhte; Serbo-Croatian Cyrillic: гњио, труо; Roman: gnjȉo, trȕo; Slovak: hnilý, zhnitý; Slovene: gnil; Sorbian Lower Sorbian: zgnity; Spanish: podrido, estropeado, carcomido, dañado; Sundanese: buruk; Swedish: rutten; Tajik: пӯсида; Telugu: చెడిపోయిన; Tetum: dodok; Thai: เน่า; Turkish: çürük, bozuk; Udmurt: сись; Ukrainian: гнилий; Vietnamese: mục, rữa; Warlpiri: puka; Welsh: pwdr, madreddog, braen; Yiddish: פֿאַרפֿוילט; Zealandic: vrot, rot