3,274,504
edits
(37) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σίδηρο και [[σίδερο]], το, Ν, και δωρ. τ. [[σίδαρος]], και [[σίδηρον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μέταλλο]] ανθεκτικό και ευκατέργαστο, με [[χρώμα]] λευκοκύανο [[προς]] τεφρό, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο [[ενδιαφέρον]] από την [[εποχή]] που ανακαλύφθηκε, το 1200 [[περίπου]] π.Χ., [[μέχρι]] [[σήμερα]] και, [[ιδίως]], στη σύγχρονη [[εποχή]], [[κατά]] την οποία αποτελεί τη [[βάση]] για την [[ανάπτυξη]] [[κάθε]] βιομηχανίας και, γενικότερα, της οικονομίας (α. «κατεργασμένος [[σίδηρος]]» β. «[[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε πολύκμητός τε [[σίδηρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[αντικείμενο]], [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]], [[ιδίως]] γεωργικό, από σίδηρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> χημικό [[στοιχείο]] που ανήκει στα μέταλλα, έχει [[σύμβολο]] Fe, ατομικό αριθμό 26 και ατομικό [[βάρος]] 55, 847<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> σημαντικό χημικό ολιγοστοιχείο του οργανισμού τών ζώων, που υπεισέρχεται στον σχηματισμό τών ερυθρών αιμοσφαιρίων και στη διεργασία της κυτταρικής αναπνοής<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα σίδηρα</i><br />ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα προϊόντα σιδήρου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφυρήλατος]] [[σίδηρος]]» ή «[[μαλακτός]] [[σίδηρος]]»<br /><b>(μεταλλ.)</b> [[τύπος]] σιδήρου με [[περιεκτικότητα]] σε άνθρακα μικρότερη του 0, 3%, ο [[οποίος]] όμως περιέχει 1-2% [[σκωρία]] μηχανικώς αναμεμιγμένη σ' αυτόν και [[είναι]] [[ελατός]], [[ευκατέργαστος]], μπορεί εύκολα να συγκολληθεί, παρουσιάζει σημαντική [[αντοχή]] στη [[διάβρωση]], στην [[κρούση]] και στην [[καταπόνηση]] και βρίσκει πολλές εφαρμογές<br />β) «κονιοποιημένος [[σίδηρος]]»<br /><b>(μεταλλ.)</b> [[σίδηρος]] υπό [[μορφή]] σκόνης με κόκκους λεπτότητας ανάλογης με [[εκείνη]] του τάλκη, σε καθαρή [[κατάσταση]] ή αναμεμιγμένος με άλλα μεταλλικά ή αμέταλλα χημικά στοιχεία, που χρησιμοποιείται στη [[μεταλλουργία]] κόνεων για την [[παραγωγή]] κραμάτων<br />γ) «[[θειικός]] [[σίδηρος]]»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου που προκύπτουν [[κατά]] την [[επίδραση]] θειικού οξέος σε αυτόν<br />δ) «[[θειούχος]] [[σίδηρος]]»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανόργανων ενώσεων του σιδήρου και του θείου<br />ε) «[[χλωριούχος]] [[σίδηρος]]»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου με το [[χλώριο]]<br />στ) «καρβονύλια σιδήρου»<br /><b>χημ.</b>) <b>βλ.</b> [[σιδηροκαρβονύλια]]<br />ζ) «οξείδια του σιδήρου»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] τριών ενώσεων του σιδήρου με το [[οξυγόνο]], οι οποίες [[είναι]] το [[πρωτοξείδιο]] ή το μονοξείδιο του σιδήρου, το [[τριοξείδιο]] ή το [[σεσκιοξείδιο]] του σιδήρου και το επιτεταρτοξείδιο του σιδήρου<br />η) «κράματα του σιδήρου»<br /><b>(μεταλλ.)</b> κράματα του σιδήρου με ένα ή περισσότερα άλλα μέταλλα, που χρησιμοποιούνται, [[ιδίως]], στη [[χαλυβουργία]]<br />θ) «[[εποχή]] του σιδήρου» — τεχνολογικό και πολιτισμικό [[στάδιο]] εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, το οποίο ακολούθησε την [[εποχή]] του λίθου και την [[εποχή]] του χαλκού και [[κατά]] το οποίο ο [[άνθρωπος]] είχε ανακαλύψει τον σίδηρο και τον χρησιμοποιούσε, [[αντί]] του χαλκού, ως κύριο [[μέταλλο]] για την [[κατασκευή]] τών εργαλείων και τών όπλων του, [[στάδιο]] του οποίου η [[έναρξη]] στην Εγγύς Ανατολή και στη νοτιοανατολική [[Ευρώπη]] τοποθετείται στο 1200 [[περίπου]] π.Χ.<br />ι) «διά [[πυρός]] και σιδήρου»<br />i) λέγεται προκειμένου να δηλώσει [[λεηλασία]] και γενικότερα [[καταστροφή]] που έγινε με [[μεγάλη]] [[βιαιότητα]] και σε ευρεία [[έκταση]]<br />π) <b>μτφ.</b> λέγεται προκειμένου να δηλώσει τα [[δεινά]] που υπέστη [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. στον πληθ.) αιχμηρά σιδερένια [[ραβδιά]] τα οποία χρησιμοποιούσαν ως βασανιστήρια όργανα («σιδήροις πυρωθεῑσι κατακεντᾱται τὰς σάρκας», Μηναί.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. στον πληθ.) σιδερένια [[δεσμά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> [[ξίφος]] ή [[μάχαιρα]] ως όπλο<br /><b>3.</b> το [[μαχαίρι]] ως κοπτικό [[εργαλείο]]<br /><b>4.</b> [[δρεπάνι]]<br /><b>5.</b> [[κόψη]] πελέκεως<br /><b>6.</b> (γενικά) όπλα, [[οπλισμός]] («Ἀθηναῑοι τὸν... [[σίδηρον]] κατέθεντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[χώρος]] κατασκευής και πώλησης αντικειμένων από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]] («ἀγαγὼν εἰς τὸν [[σίδηρον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που χρησιμοποιείται ως [[σύμβολο]] σκληρότητας και άκαμπτης δύναμης ή ως [[σύμβολο]] στερεότητας και σταθερότητας (α. «ὀφθαλμοὶ...ὠσεὶ κέρα ἔστασαν ἠὲ [[σίδηρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ σιδήρου κεχάλκευται... καρδίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) αλιευτικά άγκιστρα («πῶς ἂν ἕλω μέγαν ἰχθῡν ἀφαυροτέροισι σιδάροις;», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που δεν [[είναι]] ΙΕ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο και, σε [[αντιδιαστολή]] με τον χαλκό που ήταν το συνηθέστερο [[μέταλλο]] εκείνης της εποχής, δηλώνει ένα σπάνιο και πολύτιμο [[μέταλλο]] που χρησιμοποιούσαν για την [[κατασκευή]] όπλων και εργαλείων. Κατά μία αμφισβητούμενη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. από την [[περιοχή]] της Ασίας (<b>πρβλ.</b> καυκασ. <i>zido</i> «[[σίδηρος]]»). Κατ' άλλους, η λ. [[σίδηρος]] συνδέεται με το λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>dus</i> «[[μετεωρίτης]]», που είχε αρχικά την σημ. του μετεωρίτη και αργότερα αυτήν του μετάλλου. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ. μέσω μιας σημ. «κόκκινο [[μέταλλο]]» συνδέεται με τον τ. [[σίδη]] «[[ροδιά]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> προελλ. <i>sida</i> «[[κόκκινος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σιδηρικός]], [[σιδηρίτης]], [[σιδηρούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σιδήραιος]], [[σιδηρεύς]], [[σιδηρεύω]], [[σιδήριον]], [[σιδηρίσκος]], [[σιδηρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>σιδηραῖος</i>, [[σιδηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σιδεράκι]], [[σιδεράς]], [[σιδερένιος]], [[σιδεριά]], [[σιδερικό]], [[σιδερίτης]], [[σιδερός]], <i>σιδερώνω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό [[σίδηρος]] / [[σίδερο]]) <b>βλ.</b> <i>σιδηρο</i>-. (Β' συνθετικό) [[ασίδηρος]], [[ολοσίδηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροσίδηρος]], [[αυτοσίδηρος]], [[βαρυσίδηρος]], [[βραχυσίδηρος]], [[ευσίδηρος]], [[μακροσίδηρος]], [[περισίδηρος]], [[τμητοσίδηρος]], [[υποσίδηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελατοσίδηρος]], [[λευκοσίδηρος]], [[χυτοσίδηρος]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και σίδηρο και [[σίδερο]], το, Ν, και δωρ. τ. [[σίδαρος]], και [[σίδηρον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μέταλλο]] ανθεκτικό και ευκατέργαστο, με [[χρώμα]] λευκοκύανο [[προς]] τεφρό, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο [[ενδιαφέρον]] από την [[εποχή]] που ανακαλύφθηκε, το 1200 [[περίπου]] π.Χ., [[μέχρι]] [[σήμερα]] και, [[ιδίως]], στη σύγχρονη [[εποχή]], [[κατά]] την οποία αποτελεί τη [[βάση]] για την [[ανάπτυξη]] [[κάθε]] βιομηχανίας και, γενικότερα, της οικονομίας (α. «κατεργασμένος [[σίδηρος]]» β. «[[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε πολύκμητός τε [[σίδηρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[αντικείμενο]], [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]], [[ιδίως]] γεωργικό, από σίδηρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> χημικό [[στοιχείο]] που ανήκει στα μέταλλα, έχει [[σύμβολο]] Fe, ατομικό αριθμό 26 και ατομικό [[βάρος]] 55, 847<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> σημαντικό χημικό ολιγοστοιχείο του οργανισμού τών ζώων, που υπεισέρχεται στον σχηματισμό τών ερυθρών αιμοσφαιρίων και στη διεργασία της κυτταρικής αναπνοής<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα σίδηρα</i><br />ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα προϊόντα σιδήρου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφυρήλατος]] [[σίδηρος]]» ή «[[μαλακτός]] [[σίδηρος]]»<br /><b>(μεταλλ.)</b> [[τύπος]] σιδήρου με [[περιεκτικότητα]] σε άνθρακα μικρότερη του 0, 3%, ο [[οποίος]] όμως περιέχει 1-2% [[σκωρία]] μηχανικώς αναμεμιγμένη σ' αυτόν και [[είναι]] [[ελατός]], [[ευκατέργαστος]], μπορεί εύκολα να συγκολληθεί, παρουσιάζει σημαντική [[αντοχή]] στη [[διάβρωση]], στην [[κρούση]] και στην [[καταπόνηση]] και βρίσκει πολλές εφαρμογές<br />β) «κονιοποιημένος [[σίδηρος]]»<br /><b>(μεταλλ.)</b> [[σίδηρος]] υπό [[μορφή]] σκόνης με κόκκους λεπτότητας ανάλογης με [[εκείνη]] του τάλκη, σε καθαρή [[κατάσταση]] ή αναμεμιγμένος με άλλα μεταλλικά ή αμέταλλα χημικά στοιχεία, που χρησιμοποιείται στη [[μεταλλουργία]] κόνεων για την [[παραγωγή]] κραμάτων<br />γ) «[[θειικός]] [[σίδηρος]]»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου που προκύπτουν [[κατά]] την [[επίδραση]] θειικού οξέος σε αυτόν<br />δ) «[[θειούχος]] [[σίδηρος]]»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανόργανων ενώσεων του σιδήρου και του θείου<br />ε) «[[χλωριούχος]] [[σίδηρος]]»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου με το [[χλώριο]]<br />στ) «καρβονύλια σιδήρου»<br /><b>χημ.</b>) <b>βλ.</b> [[σιδηροκαρβονύλια]]<br />ζ) «οξείδια του σιδήρου»<br /><b>χημ.</b> [[ονομασία]] τριών ενώσεων του σιδήρου με το [[οξυγόνο]], οι οποίες [[είναι]] το [[πρωτοξείδιο]] ή το μονοξείδιο του σιδήρου, το [[τριοξείδιο]] ή το [[σεσκιοξείδιο]] του σιδήρου και το επιτεταρτοξείδιο του σιδήρου<br />η) «κράματα του σιδήρου»<br /><b>(μεταλλ.)</b> κράματα του σιδήρου με ένα ή περισσότερα άλλα μέταλλα, που χρησιμοποιούνται, [[ιδίως]], στη [[χαλυβουργία]]<br />θ) «[[εποχή]] του σιδήρου» — τεχνολογικό και πολιτισμικό [[στάδιο]] εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, το οποίο ακολούθησε την [[εποχή]] του λίθου και την [[εποχή]] του χαλκού και [[κατά]] το οποίο ο [[άνθρωπος]] είχε ανακαλύψει τον σίδηρο και τον χρησιμοποιούσε, [[αντί]] του χαλκού, ως κύριο [[μέταλλο]] για την [[κατασκευή]] τών εργαλείων και τών όπλων του, [[στάδιο]] του οποίου η [[έναρξη]] στην Εγγύς Ανατολή και στη νοτιοανατολική [[Ευρώπη]] τοποθετείται στο 1200 [[περίπου]] π.Χ.<br />ι) «διά [[πυρός]] και σιδήρου»<br />i) λέγεται προκειμένου να δηλώσει [[λεηλασία]] και γενικότερα [[καταστροφή]] που έγινε με [[μεγάλη]] [[βιαιότητα]] και σε ευρεία [[έκταση]]<br />π) <b>μτφ.</b> λέγεται προκειμένου να δηλώσει τα [[δεινά]] που υπέστη [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. στον πληθ.) αιχμηρά σιδερένια [[ραβδιά]] τα οποία χρησιμοποιούσαν ως βασανιστήρια όργανα («σιδήροις πυρωθεῑσι κατακεντᾱται τὰς σάρκας», Μηναί.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. στον πληθ.) σιδερένια [[δεσμά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> [[ξίφος]] ή [[μάχαιρα]] ως όπλο<br /><b>3.</b> το [[μαχαίρι]] ως κοπτικό [[εργαλείο]]<br /><b>4.</b> [[δρεπάνι]]<br /><b>5.</b> [[κόψη]] πελέκεως<br /><b>6.</b> (γενικά) όπλα, [[οπλισμός]] («Ἀθηναῑοι τὸν... [[σίδηρον]] κατέθεντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[χώρος]] κατασκευής και πώλησης αντικειμένων από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]] («ἀγαγὼν εἰς τὸν [[σίδηρον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που χρησιμοποιείται ως [[σύμβολο]] σκληρότητας και άκαμπτης δύναμης ή ως [[σύμβολο]] στερεότητας και σταθερότητας (α. «ὀφθαλμοὶ...ὠσεὶ κέρα ἔστασαν ἠὲ [[σίδηρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ σιδήρου κεχάλκευται... καρδίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) αλιευτικά άγκιστρα («πῶς ἂν ἕλω μέγαν ἰχθῡν ἀφαυροτέροισι σιδάροις;», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που δεν [[είναι]] ΙΕ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο και, σε [[αντιδιαστολή]] με τον χαλκό που ήταν το συνηθέστερο [[μέταλλο]] εκείνης της εποχής, δηλώνει ένα σπάνιο και πολύτιμο [[μέταλλο]] που χρησιμοποιούσαν για την [[κατασκευή]] όπλων και εργαλείων. Κατά μία αμφισβητούμενη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. από την [[περιοχή]] της Ασίας (<b>πρβλ.</b> καυκασ. <i>zido</i> «[[σίδηρος]]»). Κατ' άλλους, η λ. [[σίδηρος]] συνδέεται με το λατ. <i>s</i><i>ī</i><i>dus</i> «[[μετεωρίτης]]», που είχε αρχικά την σημ. του μετεωρίτη και αργότερα αυτήν του μετάλλου. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], η λ. μέσω μιας σημ. «κόκκινο [[μέταλλο]]» συνδέεται με τον τ. [[σίδη]] «[[ροδιά]]», πιθ. <span style="color: red;"><</span> προελλ. <i>sida</i> «[[κόκκινος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σιδηρικός]], [[σιδηρίτης]], [[σιδηρούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σιδήραιος]], [[σιδηρεύς]], [[σιδηρεύω]], [[σιδήριον]], [[σιδηρίσκος]], [[σιδηρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>σιδηραῖος</i>, [[σιδηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σιδεράκι]], [[σιδεράς]], [[σιδερένιος]], [[σιδεριά]], [[σιδερικό]], [[σιδερίτης]], [[σιδερός]], <i>σιδερώνω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό [[σίδηρος]] / [[σίδερο]]) <b>βλ.</b> <i>σιδηρο</i>-. (Β' συνθετικό) [[ασίδηρος]], [[ολοσίδηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροσίδηρος]], [[αυτοσίδηρος]], [[βαρυσίδηρος]], [[βραχυσίδηρος]], [[ευσίδηρος]], [[μακροσίδηρος]], [[περισίδηρος]], [[τμητοσίδηρος]], [[υποσίδηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελατοσίδηρος]], [[λευκοσίδηρος]], [[χυτοσίδηρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σίδηρος:''' Δωρ. σίδᾱρος, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">I.</b> το [[μέταλλο]] [[σίδηρος]], Λατ. [[ferrum]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ο [[σίδηρος]] ήταν το τελευταίο στη [[σειρά]] [[μέταλλο]] που τέθηκε σε [[κοινή]] [[χρήση]] από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο [[πολύκμητος]], αυτός δηλ. που η [[κατεργασία]] του είναι [[κοπιώδης]], σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, [[Σκύθης]] [[σίδηρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[ferrum]], οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο [[εργαλείο]] ή όπλο, [[σπαθί]] ή [[μαχαίρι]], [[λεπίδα]] τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέρος]] όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, [[σιδηρουργείο]], μαχαιροποιείο, σε Ξεν. | |||
}} | }} |