σίδηρος
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ῐ], Dor. σίδαρος IG42(1).102.61 (Epid., iv B.C.), etc.: ὁ; also ἡ, Nic.Th.923: neut. σίδηρον, τό, Sch.D Il.4.151, v.l. in Hdt.7.65 and Daimachus 4J. (but prob.
A f.l. for σιδήριον in Gal.19.72, cf. Hsch. s.v. ἀκίς): pl. σίδηρα Aret.SD2.12, EM26.36, Tz. (v. infr.): —iron, σίδηρος πολιός Il.9.366, Od.24.168; ἰόεις Il.23.850; μέλας Hes.Op. 151; αἴθων Il.4.485, al.; πολύκμητος 6.48, al., cf. Od.9.393; as an article of traffic, οἰνίζοντο.. Ἀχαιοί, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σ. Il.7.473; πλέων.. μετὰ χαλκόν· ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od.1.184; χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος, of treasures, Il.11.133, al.; as a prize, 23.261,850; Σκύθης σ., because brought from the Euxine, A. Th.818; ὁ πόντιος ξεῖνος.. θηκτὸς σίδηρος ib.942 (lyr.).
2 freq. as a symbol of hardness (cf. σιδήρεος 1.2), or of stubborn force, Il.20.372, Od.19.494; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος ib.211; οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510; ἐκ σιδήρου κεχάλκευται.. καρδίαν Pi.Fr.123.4, cf. S. Fr.658; ἦσθα πέτρος ἢ σίδαρος E.Med. 1279 (lyr.), cf. Pl.Lg.666c; also of firmness, steadfastness, πέτρης ὅ γ' ἔχων νόον ἠὲ σιδήρου Mosch.4.44, cf. Ach.Tat.5.22.
II anything made of iron, iron tool or implement, for husbandry, Il.4.485, cf. 23.834: also of weapons, arrow-head, 4.123; sword or knife, 18.34, 23.30; αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σ. Od. 16.294, cf. E.Or.966 (lyr.); axe-head, Od.19.587: generally, arms, οἱ Ἀθηναῖοι σίδηρον κατέθεντο Th.1.6; ὅπλοις τε καὶ σιδήρῳ διώξειν OGI532.25 (Galatia, i B.C.): also, knife, sickle, Hes.Op.387: pl., fishing-hooks, Theoc.21.49; irons, fetters, Aret.SD2.12, Tz.H.13.302; cf. σιδήριον.
III place for selling iron, smithy or cutler's shop, ἀγαγόντα εἰς τὸν σ. X.HG3.3.7.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, dor. σίδαρος, Eisen, Stahl; bei Hom. bes. mit den Beiworten πολιός und αἴθων, auch πολύκμ ητος, u. bei Hes. O. 153 μέλας. Es fand unter allen Metallen dei den Griechen am spätesten allgemeinen Eingang, dah. bei Hom. viel seltner als χαλκός; Gegenstand des Tauschhandels, Od. 1, 184; vgl. Hes. O. 157; Pind. u. Tragg.: χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Aesch. Prom. 502; διέλαχον σφυρηλάτῳ Σκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν Spt. 817, Eisen für »Schwert«, κτείνοντ' αἴθωνι σιδήρῳ, Soph. Ai. 147; τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαῤῥοάς, Eur. Hec. 567; θηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν, Phoen. 68: u. in Prosa überall: οἱ Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρο κατέθεντο, Thuc. 1, 6, trugen keine Schwerter mchr; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Plat. Legg. XII, 956 a, u. öfter. Bei Xen. Hell. 3, 3, 7, ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον, wird erklärt »auf den Eisenmarkt«. – Nic. Ther. 924 hat auch ἡ σίδηρος gebraucht. – Im plur. findet sich zuweilen τὰ σίδηρα. Vgl. σίδηρον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 fer;
2 tout instrument de fer (épée, pointe de flèche, hache, faux, etc.);
3 marché au fer.
Étymologie: DELG pas d'étym. établie.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίδηρος -ου, ὁ, Dor. σίδᾱρος ijzer; vaak als symbool van kracht of hardheid; ὀφθαλμοὶ δ’ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος ἀτρέμας zijn ogen stonden onbeweeglijk als horen of ijzer Od. 19.211; ὡς ἄρ’ ἦσθα πέτρος ἢ σίδαρος u was blijkbaar van steen of van ijzer Eur. Med. 1279; voorwerp van ijzer zwaard, mes, gereedschap; uitbr. ijzermarkt Xen. Hell. 3.3.7.
Russian (Dvoretsky)
σίδηρος: дор. σίδᾱρος ὁ
1 железо (πολιός Hom.; μέλας Hes.);
2 железное орудие или оружие (наконечник, крюк, топор, меч, серп и т. п.) Hom., Theocr.: κτείνειν σιδήρῳ Eur. убивать мечом или ножом;
3 рынок железных товаров, скобяная торговля Xen.
Greek (Liddell-Scott)
σίδηρος: Δωρικ. σίδᾱρος, ὁ· ὡσαύτως θηλ., Νικ. Θηρ. 923· τύπος τις οὐδ. σίδηρον εὕρηται ὡς διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 7. 65, πρβλ. Σχόλ. Mi. εἰς Ἰλ. Δ. 151, πληθ. σίδηρα Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Τζέτζ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - «σίδερο», Λατ. ferrum, πρῶτον παρ’ Ὁμ. μετὰ τοῦ ἐπιθ. πολιός, Ἰλ. Ι. 366, Ὀδ. Ω. 168· ἰόεις Ἰλ. Ψ. 850· (σημειωτέον δὲ ὅτι τὰ πολιός, ἰοειδὴς εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης)· μέλας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 150· ὡσαύτως αἴθων σ., ὅπερ φαίνεται ὅτι δηλοῖ ἐστιλβωμένον σίδηρον, Ἰλ. Δ. 458, Ὀδ. Α. 184. Ἐπειδὴ ὁ σίδηρος εὑρίσκεται μόνον ἀνάμικτος μὲ ἄλλας ὕλας καὶ παρέχει δυσκολίας εἰς τὴν χώνευσιν, ὀψιμώτερον τῶν ἄλλων μετάλλων ἐχρησιμοποιήθη παρ’ Ἕλλησιν ἐν καθολικῇ χρήσει, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. χαλκός). Ἐντεῦθεν καλεῖται πολύκμητος, διὰ πολλοῦ κόπου κατεργαζόμενος, Ἰλ. Ζ. 48, Λ. 379, Μ. 133, Ὀδ. Φ. 10· ― ἀλλ’ ἤδη παρ’ Ὁμήρῳ ἐχρησίμευεν εἰς κατασκευὴν τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων (ἴδε κατωτ. ΙΙ), καὶ ἐξ αὐτοῦ ἦτο κατεσκευασμένος ὁ ἄξων τῆς ἁμάξης τῆς Ἥρας, Ἰλ. Ε. 723· ― ἐγίνωσκον δὲ τότε καὶ τὸν τρόπον τῆς σκληρύνσεως τοῦ σιδήρου, Ὀδ. Ι. 391 κἑξ.. (ὥστε ὁ κύανος δυνατὸν νὰ εἶναι χάλυψ)· πρωΐμως δὲ ἦτο ἀντικείμενον ἐμπορίας, οἰνίζοντο ... Ἀχαιοὶ, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ’ αἴθωνι σ. Ἰλ. Η. 472· πλέων μετὰ χαλκὸν· ἄγω δ’ αἴθωνα σίδηρον Ὀδ. Α. 184, ἔνθα ἴδε Nitzsch· καὶ ἐλογίζετο βεβαίως πολύτιμος, ἀφ’ οὗ παρείχετο μετὰ τοῦ χαλκοῦ καὶ χρυσοῦ εἰς πληρωμὴν λύτρων, Ἰλ. Ζ. 46, Κ. 338· τεμάχια αὐτοῦ ἐδίδοντο ὡς βραβεῖα, Ψ. 261, 850. Κατὰ τὸ πλεῖστον προήρχετο ἐκ τῶν βορείων καὶ ἀνατολικῶν μερῶν τοῦ Εὐξείνου, ὅθεν. Σκύθης σ. Αἰσχύλ. Θήβ. 817· καλεῖται ὁ πόντιος ξεῖνος αὐτόθι 942· πρβλ. χάλυψ. 2) πολλάκις φέρεται ὡς σύμβολον τῆς σκηρότητος (πρβλ. σιδήρεος 2), ἢ τῆς ἀκάμπτου δυνάμεως, Ἰλ. Υ. 372, Ὀδ. Τ. 494· ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαγ’ ἠὲ σ. αὐτόθι 211· οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Ἰλ. Δ. 509· ἐκ σιδ. κεχάλκευται ... ψυχὰν Πινδ. Ἀποσπ. 88, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 573· ἦσθα πέτρος ἢ σ. Εὐρ. Μήδ. 1279, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 666C· ὡσαύτως ἐπὶ στερεότητος, σταθερότητος, πέτρης νόος ἠὲ σ. Μόσχ. 4. 44, πρβλ. Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 22. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. ferrum, τὸ ἐκ σιδήρου πεποιημένον, σιδηροῦν ἐργαλεῖον, μάλιστα γεωργικόν, Ἰλ. Ψ. 834, πρβλ. Δ. 485· μάλιστα ἐπὶ ὅπλων, ἡ κεφαλὴ ἢ αἰχμὴ βέλους, Δ. 123· ξίφος ἢ μάχαιρα, Σ. 34, Ψ. 30, Ὀδ. Π. 294, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 966· κοπὶς πελέκεως, Ὀδ. Τ. 587· ― ὡσαύτως καθόλου, ὅπλα, ὁπλισμός, οἱ Ἀθηναῖοι σίδηρον κατέθεντο Θουκ. 1. 6· πρβλ. σιδηροφορέω· ― ὡσαύτως, μάχαιρα, δρέπανον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 385· ἐν τῷ πληθ., ἄγκιστρα ἁλιευτικά, Θεόκρ. 21. 49· δεσμά, «σίδερα». Τζέτζ. 13. 302· πρβλ. σιδήριον. ΙΙΙ. τόπος ἔνθα πωλοῦνται ἀντικείμενα ἐκ σιδήρου, μαχαιροποιεῖον, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. Ὁ Κούρτιος πρβλ. τὸ Σανσκρ. svid-itas (κεχωνευμένος, τετηκώς), svêd-ani (πλὰξ σιδήρου), Ἀρχ. Γερμαν. swêiz-an (frig…re), καὶ τὸ ὄνομα Swed-en (Σουηδία). Ἀλλὰ τὸ σίδηρος ὡς ὄνομα τοῦ γνωστοῦ μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ, πρβλ. χαλκὸς ἐν τέλει· καὶ περὶ τῆς ἱστορίας τῶν διαφόρων ὀνομάτων τοῦ μετάλλου τούτου ἴδε M. Müller Sc. of L. 2, σ. 230 κἑξ.
English (Autenrieth)
iron; epithets, πολιός, αἴθων, ἰόεις, tempered to blue steel; symbol of firmness, inexorableness, Od. 19.494; πολύκμητος, of iron tools or weapons.
Spanish
English (Strong)
of uncertain derivation; iron: iron.
English (Thayer)
σιδήρου, ὁ, from Homer down, iron: Revelation 18:12.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σίδηρο και σίδερο, το, Ν, και δωρ. τ. σίδαρος, και σίδηρον, τὸ, Α
1. μέταλλο ανθεκτικό και ευκατέργαστο, με χρώμα λευκοκύανο προς τεφρό, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την εποχή που ανακαλύφθηκε, το 1200 περίπου π.Χ., μέχρι σήμερα και, ιδίως, στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη κάθε βιομηχανίας και, γενικότερα, της οικονομίας (α. «κατεργασμένος σίδηρος» β. «χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.)
2. συνεκδ. κάθε αντικείμενο, σκεύος ή εργαλείο, ιδίως γεωργικό, από σίδηρο
νεοελλ.
1. χημ. χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, έχει σύμβολο Fe, ατομικό αριθμό 26 και ατομικό βάρος 55, 847
2. βιολ. σημαντικό χημικό ολιγοστοιχείο του οργανισμού τών ζώων, που υπεισέρχεται στον σχηματισμό τών ερυθρών αιμοσφαιρίων και στη διεργασία της κυτταρικής αναπνοής
3. (το ουδ. στον πληθ.) τα σίδηρα
ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα προϊόντα σιδήρου
4. φρ. α) «σφυρήλατος σίδηρος» ή «μαλακτός σίδηρος»
(μεταλλ.) τύπος σιδήρου με περιεκτικότητα σε άνθρακα μικρότερη του 0, 3%, ο οποίος όμως περιέχει 1-2% σκωρία μηχανικώς αναμεμιγμένη σ' αυτόν και είναι ελατός, ευκατέργαστος, μπορεί εύκολα να συγκολληθεί, παρουσιάζει σημαντική αντοχή στη διάβρωση, στην κρούση και στην καταπόνηση και βρίσκει πολλές εφαρμογές
β) «κονιοποιημένος σίδηρος»
(μεταλλ.) σίδηρος υπό μορφή σκόνης με κόκκους λεπτότητας ανάλογης με εκείνη του τάλκη, σε καθαρή κατάσταση ή αναμεμιγμένος με άλλα μεταλλικά ή αμέταλλα χημικά στοιχεία, που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία κόνεων για την παραγωγή κραμάτων
γ) «θειικός σίδηρος»
χημ. ονομασία δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου που προκύπτουν κατά την επίδραση θειικού οξέος σε αυτόν
δ) «θειούχος σίδηρος»
χημ. ονομασία διαφόρων ανόργανων ενώσεων του σιδήρου και του θείου
ε) «χλωριούχος σίδηρος»
χημ. ονομασία δύο ενώσεων-αλάτων του σιδήρου με το χλώριο
στ) «καρβονύλια σιδήρου»
χημ.) βλ. σιδηροκαρβονύλια
ζ) «οξείδια του σιδήρου»
χημ. ονομασία τριών ενώσεων του σιδήρου με το οξυγόνο, οι οποίες είναι το πρωτοξείδιο ή το μονοξείδιο του σιδήρου, το τριοξείδιο ή το σεσκιοξείδιο του σιδήρου και το επιτεταρτοξείδιο του σιδήρου
η) «κράματα του σιδήρου»
(μεταλλ.) κράματα του σιδήρου με ένα ή περισσότερα άλλα μέταλλα, που χρησιμοποιούνται, ιδίως, στη χαλυβουργία
θ) «εποχή του σιδήρου» — τεχνολογικό και πολιτισμικό στάδιο εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, το οποίο ακολούθησε την εποχή του λίθου και την εποχή του χαλκού και κατά το οποίο ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει τον σίδηρο και τον χρησιμοποιούσε, αντί του χαλκού, ως κύριο μέταλλο για την κατασκευή τών εργαλείων και τών όπλων του, στάδιο του οποίου η έναρξη στην Εγγύς Ανατολή και στη νοτιοανατολική Ευρώπη τοποθετείται στο 1200 περίπου π.Χ.
ι) «διά πυρός και σιδήρου»
i) λέγεται προκειμένου να δηλώσει λεηλασία και γενικότερα καταστροφή που έγινε με μεγάλη βιαιότητα και σε ευρεία έκταση
π) μτφ. λέγεται προκειμένου να δηλώσει τα δεινά που υπέστη κάποιος
μσν.
(το ουδ. στον πληθ.) αιχμηρά σιδερένια ραβδιά τα οποία χρησιμοποιούσαν ως βασανιστήρια όργανα («σιδήροις πυρωθεῖσι κατακεντᾱται τὰς σάρκας», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
(το ουδ. στον πληθ.) σιδερένια δεσμά
αρχ.
1. αιχμή βέλους
2. ξίφος ή μάχαιρα ως όπλο
3. το μαχαίρι ως κοπτικό εργαλείο
4. δρεπάνι
5. κόψη πελέκεως
6. (γενικά) όπλα, οπλισμός («Ἀθηναῖοι τὸν... σίδηρον κατέθεντο», Θουκ.)
7. χώρος κατασκευής και πώλησης αντικειμένων από σίδηρο, σιδηρουργείο («ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον», Ξεν.)
8. μτφ. καθετί που χρησιμοποιείται ως σύμβολο σκληρότητας και άκαμπτης δύναμης ή ως σύμβολο στερεότητας και σταθερότητας (α. «ὀφθαλμοὶ...ὠσεὶ κέρα ἔστασαν ἠὲ σίδηρος», Ομ. Οδ.
β. «ἐκ σιδήρου κεχάλκευται... καρδίαν», Πίνδ.)
9. (το ουδ. πληθ.) α) αλιευτικά άγκιστρα («πῶς ἂν ἕλω μέγαν ἰχθῡν ἀφαυροτέροισι σιδάροις;», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που δεν είναι ΙΕ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο και, σε αντιδιαστολή με τον χαλκό που ήταν το συνηθέστερο μέταλλο εκείνης της εποχής, δηλώνει ένα σπάνιο και πολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Κατά μία αμφισβητούμενη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από την περιοχή της Ασίας (πρβλ. καυκασ. zido «σίδηρος»). Κατ' άλλους, η λ. σίδηρος συνδέεται με το λατ. sīdus «μετεωρίτης», που είχε αρχικά την σημ. του μετεωρίτη και αργότερα αυτήν του μετάλλου. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, η λ. μέσω μιας σημ. «κόκκινο μέταλλο» συνδέεται με τον τ. σίδη «ροδιά», πιθ. < προελλ. sida «κόκκινος».
ΠΑΡ. σιδηρικός, σιδηρίτης, σιδηρούς
αρχ.
σιδήραιος, σιδηρεύς, σιδηρεύω, σιδήριον, σιδηρίσκος, σιδηρώδης
αρχ.-μσν.
σιδηραῖος, σιδηρίζω
νεοελλ.
σιδεράκι, σιδεράς, σιδερένιος, σιδεριά, σιδερικό, σιδερίτης, σιδερός, σιδερώνω.
ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με Α' συνθετικό σίδηρος / σίδερο) βλ. σιδηρο-. (Β' συνθετικό) ασίδηρος, ολοσίδηρος
αρχ.
ακροσίδηρος, αυτοσίδηρος, βαρυσίδηρος, βραχυσίδηρος, ευσίδηρος, μακροσίδηρος, περισίδηρος, τμητοσίδηρος, υποσίδηρος
νεοελλ.
ελατοσίδηρος, λευκοσίδηρος, χυτοσίδηρος].
Greek Monotonic
σίδηρος: Δωρ. σίδᾱρος, ὁ,
I. το μέταλλο σίδηρος, Λατ. ferrum, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο σίδηρος ήταν το τελευταίο στη σειρά μέταλλο που τέθηκε σε κοινή χρήση από τους αρχαίους Έλληνες, γι' αυτό καλείτο πολύκμητος, αυτός δηλ. που η κατεργασία του είναι κοπιώδης, σε Όμηρ.· ήταν υψηλής αξίας και κομμάτια από σίδηρο δίδονταν ως έπαθλα, σε Ομήρ. Ιλ. Κατά κανόνα εισαγόταν από τις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές του Ευξείνου, Σκύθης σίδηρος, σε Αισχύλ.
II. όπως το Λατ. ferrum, οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από σίδηρο, σιδερένιο εργαλείο ή όπλο, σπαθί ή μαχαίρι, λεπίδα τσεκουριού κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.
III. μέρος όπου πωλούνταν αντικείμενα από σίδηρο, σιδηρουργείο, μαχαιροποιείο, σε Ξεν.
Middle Liddell
σίδηρος, δοριξ σίδᾱρος, ὁ,
I. iron, Lat. ferrum, Hom., etc.: iron was the last of the metals brought into common use by the Greeks: hence it is πολύκμητος, wrought with much toil, Hom.: and was of high value, pieces of it being given as prizes, Il. It mostly came from the north and east of the Euxine, Σκύθης ς. Aesch.
II. like Lat. ferrum, anything made of iron, an iron tool or weapon, a sword or knife, an axe-head, etc., Hom., etc.
III. a place for selling iron, a smithy, a cutler's shop, Xen.
Frisk Etymology German
σίδηρος: {sĭ́dēros}
Forms: dor. -αρος
Grammar: m. (f. Nik. Th. 923)
Meaning: Eisen, Stahl, auch eisernes Gerät, Schwert, eiserne Waffen, übertr. ‘(eiserne) Härte’ (seit Il.).
Composita: Mehrere Kompp., z.B. σιδηρόφρων eisernen Sinnes (A., E.), σιδηροκόντρα f. Jagdspieß (Gortyn, Sagalassos; Zingerle Glotta 19, 80ff.), ὁλοσίδηρος ganz aus Eisen (Attika, Delos u. a.).
Derivative: Viele Ableitungen (dor. Formen nicht besonders angegeben): Subst. 1. σιδήριον n. Eisengerät (ion. att., kret.); 2. -ίσκος m. Bez. eines mediz. Instruments (Kreta V—IVa; wie ὀβελίσκος u. a.; Chantraine Form. 408); 3. -εῖα, -εῖον n. Eisenbergwerk (Arist., Delos usw.); 4. -εύς m. Eisenschmied (X. u.a.; Bosshardt 56); 5. -ίτης m., -ῖτις f. aus Eisen, eisern (Pi., Eup. u. a.), auch N. eines Steins (Plin., Orph. u. a.) und verschiedener Pflanzen, "Eisenkraut" (J., Dsk. u. a.; weil Stichwunden heilend, s. Strömberg Pfl.namen 89, Redard 61, 76 usw. [s. Index]). Adj. 6. -ε(ι)ος, -οῦς, -ιος eisern (seit Il.); 7. -ήεις ib. (Nik.), -όεις (EM), -εόεις (Ep.Alex.Adesp.); 8. -ώδης ib. (Sch.). Verba; 9. -όομαι, -όω ‘mit E. versehen (werden)’ (Th., Inschr. usw.) mit -ωσις f. Eisenarbeit (att. Inschr. u. a.), -ώματα n. pl. Eisenbeschläge (Pap. Vp), -ωτός ‘mit E. beschlagen’ (Edict. Diocl.); 10. -εύω ‘in E. arbeiten, schmieden’ (Poll.) mit -εία f. Eisenarbeit (X.); 11. -ίζω ‘dem E. ähneln, E. enthalten’ (Mediz.).
Etymology: Unerklärt. Da das Eisen und die Eisenbereitung zu den Griechen allem Anschein nach aus Vorderasien, dem Pontusund Kaukasusgebiet gelangt sind, ist wahrscheinlich auch das Wort denselben Weg gewandert. Die Ähnlichkeit mit kaukas. (udisch) zido Eisen ist somit vielleicht nicht zufällig; dabei könnte indessen auch zido aus σίδηρος entlehnt sein. — Die alte Verbindung mit lat. sīdus Gestirn (Pott) hat A. W. Persson (s. Kretschmer Glotta 26, 64) neu zu begründen versucht durch die Annahme, daß sich σίδηρος ursprünglich auf das Meteoreisen bezogen hätte. Noch anders Deroy Ant. class. 31, 98 ff. (mit weiteren sehr kühnen Kombinationen): eig. "das rote Metall" und mit σίδη Granatapfel aus vorgr. *sida rot. Auch Crepajac KZ 80, 249ff. glaubt an Zusammenhang mit σίδη, aber als illyr. LW (idg. su̯eid-’glänzen, rot sein’). — Weitere Lit. zu σίδηρος und zu den übrigen idg. Wörtern für Eisen bei Schrader-Nehring Reallex. 1, 234ff.
Page 2,703-704
Derived terms
ἀκροσίδηρος: pointed or tipped with iron; ἀσίδηρος: not of iron; αὐτοσίδηρος: of sheer iron; βαρυσίδηρος: heavy with iron; βραχυσίδηρος: with a short, small head; εὐσίδηρος: well-ironed; κατασιδηρόω: plate with iron; μακροσίδηρος: all iron; περισιδηρόομαι: be cased with iron; περισίδηρος: cased with iron; σιδηραγωγός: attracting iron; σιδηρεία: working in iron; σιδηρεῖα: iron-works, iron-mines; σιδηρένδετος: iron-banded; σιδηρεόεις: made of iron; σιδηρεύς: worker in iron, smith; σιδηρεύω: work in iron; σιδηρήεις: be like iron; σιδήριον: implement; σιδηριουργός: of iron; σιδηρῖτις: ironwort; σιδηροβασταγή: provision, supply of iron; σιδηρόβαφος: of ferruginous colour; σιδηροβόλιον: anchor; σιδηροβόρος: file; σιδηροβριθής: iron-loaded; σιδηροβρώς: iron-eating; σιδηροδάκτυλος: iron-fingered; σιδηροδέσμος: with bonds of iron; σιδηροδετέω: bind in iron; σιδηρόδετος: iron-bound; σιδηρόεις: of iron; σιδηροθώραξ: with iron breastplate; σιδηροκατάδικος: condemned to the iron; σιδηροκμής: slain by iron; σιδηροκόλεος: iron-sheathed; σιδηροκόντρα: with barbed iron spears; σιδηροκόπος: armed with iron; σιδηρομήτωρ: mother of iron; σιδηρονόμος: distributing with iron; σιδηρόνωτος: iron-backed; σιδηροπέδη: iron fetter; σιδηρόπλαστος: moulded of iron; σιδηρόπληκτος: smitten by iron; σιδηρόπλοκος: plaited of iron; σιδηροπλύτης: one who washes iron; σιδηροποίκιλος: a variegated stone; σιδηρόπους: iron-footed; σιδηρόπτερος: iron-winged; σιδηροπώλης: ironmonger; σιδηρόσπαρτος: sown by iron; σιδηροσφαγία: slaying with the sword; σιδηροτέκτων: worker in iron; σιδηρότευκτος: wrought of iron; σιδηροτόκος: producing iron; σιδηροτομέω: cut with iron; σιδηρότροχος: with iron wheels; σιδηροτρύπανον: iron borer; σιδηρότρωτος: wounded with iron; σιδηρουργεῖον: iron-mine; σιδηρουργία: working in iron; σιδηρουργός: iron-worker, smith; σιδηροῦς: eating into iron; σιδηροφορέω: bear iron; σιδηροφόρος: producing iron; σιδηρόφρων: of iron heart; σιδηροφυής: of iron nature; σιδηροχαλκεύς: smith; σιδηρόχαλκος: of iron and copper; σιδηροχάρμης: fighting; σιδηροχίτων: with iron tunic; σιδηρόψυχος: iron-hearted; σιδηρόω: overlay with iron; σιδηρώδης: of iron; σιδήρωμα: iron fittings; σιδηρωρυχεῖον: iron-mine; σιδήρωσις: iron-work; σιδηρωτός: iron-bound; τμητοσίδηρος: cut down with iron; ὑποσίδηρος: having a mixture or proportion of iron in it; ὑποσιδηρόω: add a proportion of iron; χειροσιδήριον: grapnel, grappling hook
Chinese
原文音譯:s⋯dhroj 西得羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:鐵 相當於: (בַּרְזֶל)
字義溯源:鐵*
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 鐵(1) 啓18:12
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: σιδήρεος καί σιδηροῦς, σιδήριον, σιδηρίτης, σιδηροφόρος, σιδηρόω, σιδήρωμα, σιδήρωσις, σιδηρωτός.
Léxico de magia
ὁ hierro λαβὼν σίδηρον ἀπὸ ἀναγκοπέδης ψυχρηλατήσας ποίησον δάκτυλον toma hierro de unos grilletes y forja en frío un anillo P IV 2130 ποίει δὲ καὶ σιδήρου πέταλον haz también una lámina de hierro P VII 382 como señal de la divinidad ἐὰν δὲ λέγων τ<ιν>ὸς ἀκούσῃς βάτης βαρείας καὶ σύγκρουσιν σιδήρου, ὁ θεὸς ἔρχεται ἀλύσεσι πεφρουρημένος si mientras dices la fórmula oyes el paso pesado de alguien y ruido de hierro, el dios se acerca encadenado P IV 3092 ἐὰν ναί, δεῖξόν μοι φυτὸν καὶ ὕδωρ, εἰ δὲ μήγε, πῦρ καὶ σίδηρον si es sí, muéstrame una planta y agua, si es no, fuego y hierro P VII 254 P VII 259
Lexicon Thucydideum
ferrum, iron, sword, 1.6.3, 1.93.5, 3.68.3, 4.69.2. 6.88.6, 7.18.4.
Translations
Abkhaz: аиха; Acehnese: besi; Adyghe: гъучӏы; Afrikaans: yster; Aghul: рукь; Ahom: 𑜎𑜢𑜀𑜫; Alabama: ochana; Albanian: hekur; Amharic: ብረት; Arabic: حَدِيد; Egyptian Arabic: حديد; Aragonese: fierro, ferri; Aramaic Hebrew: פרזלא; Syriac: ܦܪܙܠܐ; Archi: лацут; Armenian: երկաթ; Aromanian: her, heru; Assamese: লো, লোহা; Asturian: fierro; Atong: syl; Avar: махх; Avestan: 𐬀𐬌𐬌𐬀𐬢𐬵; Azerbaijani: dəmir; Balinese: besi; Baluchi: آسن; Bambara: nɛ̀gɛ; Bashkir: тимер; Basque: burdin, burdina; Bau Bidayuh: bosi; Belarusian: жалеза; Bena: ikyuma; Bende: ííjélá; Bengali: লোহা; Berber Tashelhit: uzzal; Bilba: besi; Bima: βesi; Binukid: puthaw; Bondei: chuma; Brahui: اهین; Breton: houarn, hern, houarnoù; Brunei Bisaya: puthaw; Brunei Malay: basi; Buginese: bessi; Bulgarian: желязо; Bungu: ichuma; Burmese: သံ; Burushaski: ćímar, ćhumár; Buryat: түмэр; Catalan: ferro; Catawba: dorob; Cebuano: puthaw; Central Atlas Tamazight: ⵓⵣⵣⴰⵍ; Central Melanau: besi; Cham Eastern Cham: basei, bisei, pasei; Western Chechen: эчиг; Cherokee: ᏔᎷᎩᏍᎩ; Cheyenne: ma'aata; Chinese Cantonese: 鐵, 铁; Hakka: 鐵, 铁; Mandarin: 鐵, 铁; Min Dong: 鐵, 铁; Min Nan: 鐵, 铁; Wu: 鐵, 铁; Chuka: cuma; Chuvash: тимӗр; Cimbrian: aizarn; Coptic: ⲃⲉⲛⲓⲡⲉ; Cornish: horn; Corsican: ferru, farru; Cree: ᓲᐢᑲᐧᐦᐃᑲᐣ, ᐱᐋᐧᐱᐢᐠ; Crimean Tatar: temir, demir; Czech: železo; Dairi Batak: besi; Dalmatian: fiar; Danish: jern; Dargwa: мегь; Dhivehi: ދަގަނޑު; Doe: chuma; Dongxiang: qiemu; Dutch: ijzer; Eastern Bontoc: komak, lanchok; Eastern Mari: кӱртньӧ, кӹртни; Elfdalian: ienn; Embu: cuma; Emilian: fèr; Erzya: кшни; Eshtehardi: آهِن; Esperanto: fero; Estonian: raud; Even: хэл; Evenki: сэлэ, хэлэ, шэлэ, элдэн, кирун; Extremaduran: hierru; Fala: ferru; Farefare: kurgo; Faroese: jarn; Finnish: rauta; Fipa: ichela; French: fer; Friulian: fiêr; Gagauz: demir; Galician: ferro; Georgian: რკინა; German: Eisen; Alemannic German: Iise; Central Franconian: Eisen; Pennsylvania German: Eise; Gilbertese: biti, monei; Goemai: sóól; Gothic: 𐌴𐌹𐍃𐌰𐍂𐌽; Greek: σίδηρος, σίδερο; Ancient Greek: σίδηρος; Greenlandic: savimineq; Guaraní: kuarepoti; Guinea-Bissau Creole: feru; Gujarati: લોખંડ; Gusii: ekioma, egetange; Gweno: minya; Gwere: kyoma; Gwich'in: chʼiitsii; Haitian Creole: fè; Hajong: লুহা; Hawaiian: hao; Haya: ekyoma; Hebrew: בַּרְזֶל; Hehe: ichuma; Hiligaynon: salsalon; Hindi: लोहा; Hungarian: vas; Iban: besi; Icelandic: járn; Ido: fero; Ikizu: echoma; Ikoma: ekyoma; Ilocano: landok; Indonesian: besi; Ingrian: rauta; Ingush: аьшк; Interlingua: ferro; Inupiaq: saviksraq; Irish: iarann; Istriot: fièro; Italian: ferro; Iwaidja: dambaka; Jamtish: jáðn; Japanese: 鉄, くろがね; Javanese: wesi; Jingpho: hpri; Jita: echuma; Kabardian: гъущӏ; Kabiyé: ñɩɣtʋ; Kadugli: ndhalele; Kaingang: kyfé; Kalmyk: төмр; Kamba: kyUma; Kambera: báhi; Kannada: ಕಬ್ಬಿಣ; Karachay-Balkar: темир; Karaim: дэмир; Karakalpak: temir; Karelian: rauta; Karipúna Creole French: fé; Karo Batak: besi; Karok: áyan; Kashubian: żelazło; Kazakh: темір; Kerewe: echoma; Khakas: тимір; Khanty: карты, курты, вӑӽ; Khasi: nar; Khitan: 曷朮; Khmer: ដែក; Kikuyu: kigera; Kiliwa: kaichmaat; Kimbu: ichuma; Kinga: ikyoma; Kisi: lyoma; Klamath-Modoc: tchíkĕmen; Kom: akas; Komi-Permyak: кӧрт; Komi-Zyrian: кӧрт; Komodo: besi; Kongo: kibende; Konkani: लोक्कंड; Korean: 철, 쇠; Korlai Creole Portuguese: fɛr; Krymchak: дэмыр; Kumyk: темир; Kunigami: クルガニ; Kurdish Central Kurdish: ئاسن; Northern Kurdish: asin, hesin; Kuria: ikioma; Kutu: zuma; Kwaya: ekyuma; Kwere: zuma; Kyrgyz: темир; Ladin: fer; Ladino: fierro; Lak: мах; Lambya: ichijela; Langi: chuma; Lao: ເຫຼັກ, ເຫລັກ; Latgalian: dzeļzs; Latin: ferrum; Latvian: dzelzs; Laz: ერკინა, დემირი; Lezgi: ракь; Limburgish: iezer; Lingala: ebendé; Lithuanian: geležis; Livvi: raudu; Logooli: kivya, kichuma; Lotud: basiʼ; Low German: Iesen; German Low German: Ieser; Lubuagan Kalinga: kaga; Ludian: raud; Luganda: ekyuma Luhya: shibia, esibya; Luxembourgish: Eisen; Maasai: ɔlcʉ́ma; Macedonian: железо; Machame: minya, shuma; Maguindanao: putaw; Makasar: bassi; Makonde: chitale; Malagasy: vy; Malay: besi, ferum; Malayalam: ഇരുമ്പ്; Malecite-Passamaquoddy: olonahq; Malila: ishijela; Maltese: ħadid; Mambwe-Lungu: ichela, fweta; Manchu: ᠰᡝᠯᡝ; Mandar: bassi; Mansi: ке̄р; Manx: yiarn; Maori: rino; Mapudungun: pañilwe; Maranao: potaw; Marathi: लोखंड; Martu Wangka: yayinpa; Masaba: sikyuma, siibyaa, sisiuma; Matengo: so ma; Matumbi: kyOma; Mbunga: kyuma; Meru: minya, ithaga, chuma, ithaa; Mingrelian: რკინა; Mirandese: fierro; Mochi: pasi; Moksha: кшни; Mongolian: төмөр; Mpoto: kihano; Mwani: chuma Mwera: chic h ulo; Mòcheno: aisn, aisn, aisn; Nahuatl: tliltepoztli; Nanai: сэлэ; Nauruan: aânei; Navajo: béésh, béésh ditʼódí; Ndali: ichela; Ndamba: lyuma; Ndengereko: kiuma; Neapolitan: ffierro; Negidal: sələ; Nepali: फलाम; Newar: नँ; Ngaju: wasi; Nganasan: баса; Ngindo: chOma; Ngoni: kyuma; Ngoreme: ekyooma; Nilamba: ishuka; Nogai: темир; Noone: kə́thʌ́; Norman: faer, fé, fer; Norwegian Bokmål: jern; Nynorsk: jarn, jern; Nyakyusa: ikyuma; Nyambo: echoma; Nyamwanga: ichela; Nyamwezi: kIsInza, chUma, gIsInza; Nyankole: ekyoma; Nyaturu: ichuria, ichuma; Nyoro: obutare; Nǀuu: ǀurisi; Occitan: fèrre, hèr, fèr; Ojibwe: biiwaabik; Okinawan: てぃち; Old Church Slavonic Cyrillic: желѣзо; Glagolitic: ⰶⰵⰾⱑⰸⱁ; Old East Slavic: желѣзо; Old English: isern; Old Javanese: wesi; Old Korean: 薩; Old Norse: járn; Old Portuguese: ferro; Old Prussian: gelza; Old Saxon: isarn; Oriya: ଲୁହା; Oroch: сэлэ; Orok: сэлэ; Oromo: sibiilaa; Ossetian: ӕфсӕн; Pali: aya; Palu'e: mbêsi; Pangwa: shuma; Papiamentu: heru; Pashto: وسپنه, اوسپنه; Persian: آهن; Piedmontese: fer; Pimbwe: ichela; Plautdietsch: Iesa; Polabian: ziľozü; Polish: żelazo; Portuguese: ferro; Potawatomi: biwabuk; Punjabi: ਲੋਹਾ; Quechua: chuki, khillay; Rapa Nui: aurí; Rejang: ꤷꥉꤼꥉꤿ꥓; Rembong: besi; Romagnol: fër; Romanian: fier; Romansch: fier; Rombo: menya; Rotuman: 'ia Rufiji: kioma; Rukiga: obutare; Rungwa: ichela; Russian: железо, феррум; Rusyn: желї́зо; Rwanda-Rundi: ichyuma, ubutare, ikyuma, ichuuma, ichuma; S'gaw Karen: ထး; Safwa: ijela; Sami Inari Sami: ryevdi; Kildin Sami: рӯввьт; Lule Sami: ruovdde; Northern Sami: ruovdi; Southern Sami: ruevtie; Samoan: u'amea; Samogitian: gelžis; Sanskrit: लोह, दृढ, कृष्णायस्; Santali: ᱢᱮᱬᱦᱮᱫ; Sardinian: férru; Sasak: besi; Saterland Frisian: Iersen; Scots: airn; Scottish Gaelic: iarrnaig, iarann; Serbo-Croatian Cyrillic: гвожђе, железо, жељезо; Roman: gvožđe, železo, željezo; Seri: enim; Shambala: kiama; Shan: လဵၵ်း; Sherpa: ལྕའ; Shor: тебир; Sicilian: ferru; Sidamo: siwila; Sinhalese: යකඩ; Slovak: železo; Slovene: železo; Soga: ekyuma; Sorbian Lower Sorbian: zelezo; Upper Sorbian: železo; Southern Altai: темир; Southern Kalinga: aka; Southern Ohlone: eccer, heeru; Spanish: hierro; Old Spanish: fierro; Sranan Tongo: isri; Suba: ikyoma; Sudovian: gelza; Sukuma: jisinza; Sumbwa: syoma; Sumerian: 𒀭𒁇𒋤, 𒀭𒁇; Sundanese: ᮘᮩᮞᮤ; Svan: ბერეჟ; Swahili: chuma; Swedish: järn; Tabasaran: рукь; Tae': bassi; Tagalog: bakal; Taita: chuma; Tajik: оҳан; Tamil: இரும்பு; Tangut: 𘟪; Telugu: ఇనుము; Temi: gexoji; Tetum: besi; Thai: เหล็ก; Tharaka: ithaga; Tibetan: ལྕགས; Tigrinya: ሓጺን; Tlingit: g̱ayéis’; Toba Batak: bosi; Tocharian B: eñcuwo; Tofa: дэмир; Tok Pisin: ain; Tooro: ekyoma; Tundra Nenets: еся; Turkish: demir; Turkmen: demir; Tuwali Ifugao: gum'ok, landuk; Udihe: сэлэ; Udmurt: корт; Ukrainian: залі́зо; Ulch: сэлэ; Unami: sëkahsën; Urdu: لوہا; Urum: дэмир; Uyghur: تۆمۈر; Uzbek: temir; Cyrillic: темир; Venetian: fero; Veps: raud; Vietnamese: sắt; Vilamovian: ajza; Volapük: ferin; Votic: rauta; Vunjo: menya; Võro: raud; Walloon: fier; Wanda: ohela; Wanji: kyuma; Waray-Waray: puthaw; Warlpiri: jitipayini; Welsh: haearn; West Flemish: yzer; West Frisian: izer; Westrobothnian: jarn; White Hmong: hlau; Wik-Mungkan: kiir; Winnebago: más; Wolof: feer, weñ; Yagnobi: оҳан; Yakut: тимир; Yao: chisyano; Yiddish: אײַזן; Yoruba: irin; Yucatec Maya: máaskab; Zanaki: ekyema; Zaramo: zuhma; Zazaki: asın, asin; Zhuang: diet; Zigula: zuma; Zimba: chuma; Zinza: echooma; Zulu: insimbi