3,277,700
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στοχαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στοχαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[περίσκεψη]] και [[σωφροσύνη]], [[συνετός]] («στοχαστικά [[λόγια]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βαθιά]] σκεπτόμενος, [[προσεκτικός]], αυτός που μιλάει και ενεργεί με [[περίσκεψη]] («[[στοχαστικός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στοχαστική</i><br />μαθηματικό [[σύστημα]] με το οποίο γίνεται δυνατή η [[συναγωγή]] στατιστικών πορισμάτων με τη [[χρήση]] του λογισμού τών πιθανοτήτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στοχαστική και μονοχρωματική ζωγραφική» — [[τάση]] της μοντέρνας τέχνης, επηρεασμένη από τα καλλιτεχνικά βιώματα της Άπω Ανατολής, που χαρακτηρίζεται από ήρεμα μονοχρωματικά, [[κυρίως]], [[πεδία]] και εμφανίστηκε στην Αμερική [[κατά]] τη [[δεκαετία]] του 1950 ως [[αντίδραση]] στη χρωματική [[έκρηξη]] του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και στον υλισμό της άμορφης τέχνης<br />β) «στοχαστικές μεταβλητές»<br /><b>μαθημ.</b> οι τυχαίες μεταβλητές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θέτει ως στόχο [[κάτι]], που επιδιώκει και επιτυγχάνει [[κάτι]] («στοχαστικὸς τοῡ ἀρίστου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να εικάζει, να συμπεραίνει [[κάτι]] (α. «στοχαστική [[διάγνωσις]]», <b>Γαλ.</b><br />β. «στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[ευφυής]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ στοχαστική</i><br />η [[ικανότητα]] να επιτυγχάνει [[κανείς]] το [[ορθό]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στοχαστικόν</i><br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]] για [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στοχαστικώς</i> / <i>στοχαστικῶς</i> ΝΑ, και <i>στοχαστικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[περίσκεψη]], με [[σωφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[εικασία]], υποθετικά<br /><b>2.</b> υπό ορισμένη [[προϋπόθεση]], σύμφωνα με [[συμπέρασμα]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στοχαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στοχαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[περίσκεψη]] και [[σωφροσύνη]], [[συνετός]] («στοχαστικά [[λόγια]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βαθιά]] σκεπτόμενος, [[προσεκτικός]], αυτός που μιλάει και ενεργεί με [[περίσκεψη]] («[[στοχαστικός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στοχαστική</i><br />μαθηματικό [[σύστημα]] με το οποίο γίνεται δυνατή η [[συναγωγή]] στατιστικών πορισμάτων με τη [[χρήση]] του λογισμού τών πιθανοτήτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στοχαστική και μονοχρωματική ζωγραφική» — [[τάση]] της μοντέρνας τέχνης, επηρεασμένη από τα καλλιτεχνικά βιώματα της Άπω Ανατολής, που χαρακτηρίζεται από ήρεμα μονοχρωματικά, [[κυρίως]], [[πεδία]] και εμφανίστηκε στην Αμερική [[κατά]] τη [[δεκαετία]] του 1950 ως [[αντίδραση]] στη χρωματική [[έκρηξη]] του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και στον υλισμό της άμορφης τέχνης<br />β) «στοχαστικές μεταβλητές»<br /><b>μαθημ.</b> οι τυχαίες μεταβλητές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θέτει ως στόχο [[κάτι]], που επιδιώκει και επιτυγχάνει [[κάτι]] («στοχαστικὸς τοῡ ἀρίστου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να εικάζει, να συμπεραίνει [[κάτι]] (α. «στοχαστική [[διάγνωσις]]», <b>Γαλ.</b><br />β. «στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[ευφυής]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ στοχαστική</i><br />η [[ικανότητα]] να επιτυγχάνει [[κανείς]] το [[ορθό]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στοχαστικόν</i><br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]] για [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στοχαστικώς</i> / <i>στοχαστικῶς</i> ΝΑ, και <i>στοχαστικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[περίσκεψη]], με [[σωφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[εικασία]], υποθετικά<br /><b>2.</b> υπό ορισμένη [[προϋπόθεση]], σύμφωνα με [[συμπέρασμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στοχαστικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[επιδέξιος]] [[σκοπευτής]], [[ικανός]] να βρει τον στόχο, με γεν., σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανός]] να εικάζει, [[νοήμων]], σε Πλάτ.· επίρρ., [[στοχαστικῶς]] ἔχειν, είμαι [[ευφυής]], [[νοήμων]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |