στοχαστικός

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχαστικός Medium diacritics: στοχαστικός Low diacritics: στοχαστικός Capitals: ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stochastikós Transliteration B: stochastikos Transliteration C: stochastikos Beta Code: stoxastiko/s

English (LSJ)

στοχαστική, στοχαστικόν,
A skilful in aiming at, able to hit, c. gen., τοῦ ἀρίστου Arist.EN1141b13; ἀρετὴ τοῦ μέσου σ. ib.1106b15.
b τὸ στοχαστικὸν τῶν φίλων consideration for the wishes of one's friends, M.Ant.1.9.
2 proceeding by guesswork, ἡ στοχαστική (sc. τέχνη) Pl.Phlb. 55e; σ. τέχναι Stoic.3.6, Gal.14.685; στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι, opp. πάγιοι, Phld.Rh.1.26,59S.; σ. διάγνωσις Gal.6.365; ζητήματα Syrian. in Hermog.2.34 R.; sagacious, Pl.Grg. 463a. Adv., πρὸς τὰ ἔνδοξα στοχαστικῶς ἔχειν Arist.Rh.1355a17; στοχαστικῶς τὸ μέτρον λαμβάνεται Gal. 6.360; στοχαστικῶς ἐξετάσομεν Hermog.Stat.4.

German (Pape)

[Seite 949] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; ψυχή, Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à conjecturer, pénétrant.
Étymologie: στοχάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοχαστικός -ή, -όν [στοχαστής] strevend naar, met gen. goed in schatten of gissen;; στοχαστικῶς ἔχειν goed kunnen schatten Aristot. Rh. 1355a17; subst. ἡ στοχαστική (sc. τέχνη) de kunst van het schatten. Plat. Phlb. 55e.

Russian (Dvoretsky)

στοχαστικός:
1 правильно судящий, проницательный (ψυχή Plat.);
2 имеющий в виду, стремящийся (τοῦ ἀρίστου τῶν πρακτῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στοχαστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ μετὰ γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· ἀρετὴ μέσου στ. αὐτόθι 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - ἐπιτυχής, εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στοχαστικός, -ή, -όν, ΝΑ στοχαστής
νεοελλ.
1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια»)
2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψηστοχαστικός άνθρωπος»)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στοχαστική
μαθηματικό σύστημα με το οποίο γίνεται δυνατή η συναγωγή στατιστικών πορισμάτων με τη χρήση του λογισμού τών πιθανοτήτων
2. φρ. α) «στοχαστική και μονοχρωματική ζωγραφική» — τάση της μοντέρνας τέχνης, επηρεασμένη από τα καλλιτεχνικά βιώματα της Άπω Ανατολής, που χαρακτηρίζεται από ήρεμα μονοχρωματικά, κυρίως, πεδία και εμφανίστηκε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1950 ως αντίδραση στη χρωματική έκρηξη του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και στον υλισμό της άμορφης τέχνης
β) «στοχαστικές μεταβλητές»
μαθημ. οι τυχαίες μεταβλητές
αρχ.
1. αυτός που θέτει ως στόχο κάτι, που επιδιώκει και επιτυγχάνει κάτι («στοχαστικὸς τοῦ ἀρίστου», Αριστοτ.)
2. ικανός να εικάζει, να συμπεραίνει κάτι (α. «στοχαστική διάγνωσις», Γαλ.
β. «στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι», Φιλόδ.)
3. ευφυής
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ στοχαστική
η ικανότητα να επιτυγχάνει κανείς το ορθό
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ στοχαστικόν
φροντίδα, μέριμνα για κάτι.
επίρρ...
στοχαστικώς / στοχαστικῶς ΝΑ, και στοχαστικά Ν
νεοελλ.
με περίσκεψη, με σωφροσύνη
αρχ.
1. με εικασία, υποθετικά
2. υπό ορισμένη προϋπόθεση, σύμφωνα με συμπέρασμα.

Greek Monotonic

στοχαστικός: -ή, -όν,
1. αυτός που είναι επιδέξιος σκοπευτής, ικανός να βρει τον στόχο, με γεν., σε Αριστ.
2. ικανός να εικάζει, νοήμων, σε Πλάτ.· επίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν, είμαι ευφυής, νοήμων, σε Αριστ.

Middle Liddell

στοχαστικός, ή, όν
1. skilful in aiming at, able to hit, c. gen., Arist.
2. able to guess, sagacious, Plat.: adv., στοχαστικῶς ἔχειν to be sagacious, Arist.