συγκατάκειμαι: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με κάποιον και [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακάθημαι]] σε [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) <i>οἱ συγκατακείμενοι</i><br />οι συνδαιτυμόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάκειμαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος, [[παρακάθημαι]] σε [[συμπόσιο]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[κοιμάμαι]] [[μαζί]] με κάποιον και [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακάθημαι]] σε [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) <i>οἱ συγκατακείμενοι</i><br />οι συνδαιτυμόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάκειμαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος, [[παρακάθημαι]] σε [[συμπόσιο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατάκειμαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πλάτ.
}}
}}