3,273,036
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκατάκειμαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συγκατάκειμαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατάκειμαι:''' (воз)лежать вместе или рядом Arph., Plat.: οἱ συγκατακείμενοι Plut. возлежащие рядом за столом, соседи-сотрапезники. | |||
}} | }} |