συναρμολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Greek Monotonic

συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη