τίτθη: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τίθθη]] και τίθη, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τροφός]], [[παραμάννα]]<br /><b>2.</b> [[τιτθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[υποκοριστικός]] τ. του [[τιθή]]-<i>νη</i> «[[τροφός]]» με εκφραστική [[ανάπτυξη]] δεύτερου -<i>τ</i>- και [[χωρίς]] [[επίθημα]] -<i>νη</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τιθήνη]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[τίτθη]] είχε αποκλειστικά τη σημ. της γυναίκας που βυζαίνει, ενώ η λ. [[τιθήνη]] της γυναίκας πού είχε την υπόλοιπη [[επιμέλεια]] του παιδιού [[μετά]] τον απογαλακτισμό].
|mltxt=και [[τίθθη]] και τίθη, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τροφός]], [[παραμάννα]]<br /><b>2.</b> [[τιτθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[υποκοριστικός]] τ. του [[τιθή]]-<i>νη</i> «[[τροφός]]» με εκφραστική [[ανάπτυξη]] δεύτερου -<i>τ</i>- και [[χωρίς]] [[επίθημα]] -<i>νη</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τιθήνη]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[τίτθη]] είχε αποκλειστικά τη σημ. της γυναίκας που βυζαίνει, ενώ η λ. [[τιθήνη]] της γυναίκας πού είχε την υπόλοιπη [[επιμέλεια]] του παιδιού [[μετά]] τον απογαλακτισμό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίτθη:''' ἡ (*θάω), [[τροφός]], σε Αριστοφ.
}}
}}