τίτθη
English (LSJ)
ἡ,
A nurse, Ar.Eq.716, Th.609, Pl.R.343a, Thphr. Char.16.12.20.5, IG2729.3, al. (iii B.C.), etc.; prop. wet nurse, αἱ τ. καὶ αἱ τροφοί Plu.2.3c, cf. Ptol.Asc.p.394H., Gal.6.686; sometimes confused with τήθη (q.v.); written τιθή in Hsch., τίθθη in Com. Adesp.Oxy.1825.8 (Pap. of v A.D.); τίθθη = matertera, Glossaria (i.e. confused with τηθίς).
II = τιτθός 1, Arist.HA587b17, 588a5, IG 22.1534.256.
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, auch τιτθή betont, 1) die Zitze od. Warze der weiblichen Brust, die Mutterbrust. – 2) die Amme; Ar. Equ. 713 Lys. 958; Plat. Rep. I, 343 a u. öfter, Dem. u. Folgde. – Für Großmutter ist es zweifelhafte Lesart bei Plat. Rep. X, 461 d. Vgl. τήθη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nourrice.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.
Russian (Dvoretsky)
τίτθη: v.l. τιτθή ἡ
1 кормилица Arph., Plut.;
2 Arst. = τιτθός.
Greek (Liddell-Scott)
τίτθη: ἡ, (*θάω) τροφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Θεσμ. 6. 9, Πλάτ., κλπ.· - κυρίως, ἡ τοὺς μαστοὺς παρέχουσα εἰς τὰ βρέφη, ἡ θηλάστρια, ἡ θηλάζουσα τροφός, «βυζάστρα», «παραμάνα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφός, Πλούτ. 2. 3C. ΙΙ. = τιτθὸς Ι, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 10., 7. 12, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 18, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και τίθθη και τίθη, ἡ, Α
1. τροφός, παραμάννα
2. τιτθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος υποκοριστικός τ. του τιθή-νη «τροφός» με εκφραστική ανάπτυξη δεύτερου -τ- και χωρίς επίθημα -νη (βλ. λ. τιθήνη). Κατά μία άποψη, η λ. τίτθη είχε αποκλειστικά τη σημ. της γυναίκας που βυζαίνει, ενώ η λ. τιθήνη της γυναίκας πού είχε την υπόλοιπη επιμέλεια του παιδιού μετά τον απογαλακτισμό].
Greek Monotonic
τίτθη: ἡ (*θάω), τροφός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
τίτθη: τιτθός
{títthē}
See also: s. τιθήνη.
Page 2,904
Mantoulidis Etymological
ἡ (=τροφός, παραμάνα). Ἀπό τό ρῆμα θάω (=θηλάζω), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις θηλή, θηλάζω, θῆλυς, τιθήνη. Παράγωγα τοῦ τίτθη: τιτθεύω (=θηλάζω), τιτθεία, τιθευτικός, τιθεύτρια.
Translations
wet nurse
Arabic: ظِئْر, دَايَة; Gulf Arabic: داية; Armenian: ծծմայր, ստնտու; Belarusian: кармі́целька; Bulgarian: кърмачка, дойка; Catalan: dida, dida seca, nodrissa; Chinese Mandarin: 乳母, 奶媽/奶妈; Czech: kojná; Danish: amme; Dutch: zoogmoeder, min; Esperanto: nutristino; English: wet-nurse, wet nurse, wetnurse; Estonian: amm; Faroese: bróstmóðir; Finnish: imettäjä; French: nourrice; Galician: ama, ama de leite; German: Säugamme, Amme; Greek: τροφός, παραμάνα; Ancient Greek: αἶα, ἀμμά, ἀμμία, ἀμμίη, βαΐα, βυζάστρια, γάλα, γαλοῦχος, γυνὴ τροφῖτις, θηλάστρια, θηλονή, θηλώ, θρέπτειρα, μαῖα, τηθή, τήθη, τιθήνα, τιθήνη, τιθηνός, τίτθη, τροφίμη, τροφῖτις, τροφός; Gurani: دایانە; Hebrew: מֵינֶקֶת; Hungarian: szoptatós, dajka; Icelandic: brjóstmóðir; Irish: banaltra chíche, bean oiliúna, bean altrama; Italian: balia; Japanese: 乳母; Khmer: មេដោះ; Korean: 유모(乳母); Kurdish Central Kurdish: دایان, دایەن; Northern Kurdish: dayan, dayîn; Latin: nutrix, altrix; Latvian: zīdītāja; Livonian: äm; Macedonian: доилка, дојница; Malay: ibu susuan; Middle English: norice; Mon: မိဂမဴတှ်, ၝဲဂမဴ; Norwegian Bokmål: amme; Old Church Slavonic Cyrillic: баба; Polish: mamka; Portuguese: ama-de-leite; Romanian: doică; Russian: кормилица, мамка; Sardinian Campidanese: dida; Logudorese: tatàya; Sassarese: tadàia; Scottish Gaelic: muime-chìche; Serbo-Croatian Cyrillic: до̀јӣља; Roman: dòjīlja; Sicilian: mammana, nurrizza; Slovak: kojná, dojka; Slovene: dojílja; Spanish: nodriza; Sranan Tongo: mena; Sundanese: ᮞᮥᮞ᮪ᮒᮨᮁ ᮘᮞᮩᮂ; Swedish: amma; Tagalog: sisiwa, mamay; Thai: แม่นม; Tibetan: ནུ་སྦྱིན་མ་ཚབ; Turkish: sütanne; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎐𐎖𐎚; Ukrainian: годувальниця, годівниця, мамка; Vietnamese: vú nuôi; Volapük: sügan, hisügan, jisügan, miligafat, miligamot; Yiddish: אַם, זייגערין