φαρμακεύω: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[φαρμακεύγω]] Ν [[[φάρμακο]](<i>ν</i>)]<br />[[δίνω]] σε κάποιον δηλητηριώδες ή μαγικό φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]], [[δηλητηριάζω]], [[φαρμακώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[φάρμακο]] με σκοπό τη [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε κάποιον καθάρσιο<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] μαγικές φράσεις και τελετές<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[έδεσμα]]) [[καρυκεύω]], [[αρτύω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[φαρμακεύγω]] Ν [[[φάρμακο]](<i>ν</i>)]<br />[[δίνω]] σε κάποιον δηλητηριώδες ή μαγικό φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]], [[δηλητηριάζω]], [[φαρμακώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[φάρμακο]] με σκοπό τη [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε κάποιον καθάρσιο<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] μαγικές φράσεις και τελετές<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[έδεσμα]]) [[καρυκεύω]], [[αρτύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φαρμᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[φάρμακον]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χορηγώ]] φάρμακα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[χρήση]] μαγικών, <i>φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[θέλγητρο]] για να ηρεμήσω το [[ποτάμι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[καθαίρω]], [[δίνω]] σε κάποιον δηλητηριώδες ή καθαρτικό [[φάρμακο]], σε Ευρ.
}}
}}