Anonymous

φαρμακεύω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαρμᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[φάρμακον]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χορηγώ]] φάρμακα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[χρήση]] μαγικών, <i>φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[θέλγητρο]] για να ηρεμήσω το [[ποτάμι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[καθαίρω]], [[δίνω]] σε κάποιον δηλητηριώδες ή καθαρτικό [[φάρμακο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''φαρμᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[φάρμακον]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χορηγώ]] φάρμακα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[χρήση]] μαγικών, <i>φαρμακεύειν τι ἐς τὸν ποταμόν</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[θέλγητρο]] για να ηρεμήσω το [[ποτάμι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[καθαίρω]], [[δίνω]] σε κάποιον δηλητηριώδες ή καθαρτικό [[φάρμακο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκεύω:''' <b class="num">1)</b> применять лекарства, лечить медикаментами Plat.: φ. τινά Plut. давать кому-л. лекарство; φαρμακεύεσθαι Plut. принимать лекарство;<br /><b class="num">2)</b> давать отраву, отравлять (τινά Eur. etc.): τὸ πεφαρμακευμένον [[ὕδωρ]] Plut. отравленная вода;<br /><b class="num">3)</b> наводить чары, колдовать: φ. τι εἰς τὸν ποταμόν Her. заколдовывать чем-л. реку.
}}
}}