φυστή: Difference between revisions

321 bytes added ,  31 December 2018
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φύστη]] και φυστῆ, ἡ, Α<br />(ενν. [[μάζα]]) [[είδος]] [[ελαφρά]] ζυμωμένου εδέσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>φυστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλαστή]])].
|mltxt=και [[φύστη]] και φυστῆ, ἡ, Α<br />(ενν. [[μάζα]]) [[είδος]] [[ελαφρά]] ζυμωμένου εδέσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>φυστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλαστή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φυστή:''' (ενν. [[μᾶζα]]), <i>ἡ</i>, είδος γλυκίσματος με [[κριθάρι]], [[ζύμη]] που έχει ανακατευθεί λίγο, δεν ζυμώθηκε γερά, σε Ανθ.· [[φυστή]] [[μᾶζα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}